ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ (2013)
(THE FAMILY)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία Δράσης
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λικ Μπεσόν
- ΚΑΣΤ: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Μισέλ Φάιφερ, Νταϊάνα Έιγκρον, Τζον Ντι’ Λίο, Τόμι Λι Τζόουνς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 111’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Σκληροπυρηνική μαφιόζικη οικογένεια, σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, μετακομίζει (για… χιλιοστή φορά) σε μικρή πόλη στη Νορμανδία της Γαλλίας, για να γλιτώσει από το εκδικητικό, θανατηφόρο μένος τού αρχιμαφιόζου που πρόδωσε. Οι κακές συνήθειες όλων των μελών της, όμως, δυσκολεύουν επικίνδυνα την προσαρμογή της.
Η (αμερικάνικη) μαφία έχει εμπνεύσει στο (αμερικάνικο) σινεμά μερικά από τα πιο αριστουργηματικά του δράματα («Ο Νονός», «Τα Καλά Παιδιά»), τις πιο ξεκαρδιστικές του κωμωδίες («Ανάλυσέ Το»), αλλά και μερικά ευφάνταστα υβρίδια ειδών, που προέκυψαν εύστοχα και συγκινητικά και αστεία («Η Γυναίκα του Γκάγκστερ»). Αυτή η «Επικίνδυνη Οικογένεια», όμως, που στο trailer της δήλωνε κωμωδία, τελικά, ως ταινία, ούτε ξέρει τι είναι, ούτε ευφάνταστη ή εύστοχη προκύπτει σε όσα είδη προσπαθεί να ενταχθεί και να συνδυάσει.
Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τονίνο Μπενακουίστα, «Bad Fellas», και σε σενάριο του ίδιου του Μπεσόν παρέα με τον – εκ των σεναριογράφων των «Sopranos» – Μάικλ Καλίο, είναι φτιαγμένη ως αυτοβιογραφία του πάτερ φαμίλια Τόνι Μαντζόνι / Φρεντ Μπλέικ. Εξού και η αφήγηση off του Ντε Νίρο (ο οποίος – τι πρωτότυπο! – ενσαρκώνει τον τελευταίο), που σχολιάζει συχνά-πυκνά τόσο τα σύγχρονα δρώμενα, όσο και τα ουκ ολίγα flashback στο παρελθόν του ίδιου και της οικογένειάς του, προτού μπουν σε καθεστώς προστασίας, διαβάζοντας αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία που αποφάσισε να γράψει. Το πρόβλημα είναι πως ούτε καν αυτή η σε πρώτο πρόσωπο εξομολόγηση καταφέρνει να κάνει τον Μαντζόνι και την οικογένειά του προσιτούς, οικείους. Χωρίς ίχνος αυτοσαρκαστικής ή αυτοκριτικής διάθεσης, η λογοδιάρροια του Τόνι, αδυνατεί, όπως και η υπόλοιπη ταινία, να ρίξει φως στα κίνητρα και στις συμπεριφορές όχι μόνο του μπαμπά, αλλά και της μαμάς, τις κόρης και του γιου Μαντζόνι. Δεν παίρνεις ιδέα γιατί ο καθένας τους είναι τόσο βίαιος και θανατηφόρος εγκληματίας ολκής. Κατά συνέπεια, ούτε τους συμπαθείς, ούτε, κυρίως, τους καταλαβαίνεις, ούτε μπορείς να γελάσεις, ούτε μπορείς να κλάψεις μαζί τους. Και… σκασίλα σου μεγάλη για την τύχη τους!
Σαν ένα ουρανοκατέβατο, απροσάρμοστο, εξωγήινο είδος, γονείς και παιδιά αυτής της οικογένειας δε φέρουν παρά ελάχιστα ίχνη γνώριμης ανθρωπιάς – το εξής ένα: τη δημιουργία, τη διατήρηση και την προστασία της (εξ αίματος) οικογένειας πάνω απ’ όλα και πάση θυσία. Τότε γιατί κάρφωσαν το Νονό της ευρύτερης, μαφιόζικης φαμίλιας τους, θέτοντας εις αεί τη ζωή τους σε κίνδυνο; Και αν η απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση είναι πως δεν είχαν άλλη επιλογή (το FBI τούς έβαλε τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι, και καλά), γιατί διακινδυνεύουν διαρκώς την κάλυψή τους, αντιδρώντας στα πάντα με στυγνή, αδυσώπητη βία; Και αν η τελευταία έχει γίνει συνήθεια / ακούσιο αντανακλαστικό για τον μπαμπά, από πού εξυπακούεται πως το ίδιο δεν μπορεί παρά να συμβαίνει για τη – σπουδαία μαγείρισσα μακαρονιών και βομβών – μαμά, τη διεστραμμένα ρομαντική κόρη και τον άριστο – στα μαθήματα, αλλά και στη διακίνηση ναρκωτικών, κλοπιμαίων και εκφοβισμού – γιο; Τόσο πια γραμμένο στο DNA τους είναι το έγκλημα; Γιατί;
Αν η μαμά καταλαβαίνει τον… εν πολλές αμαρτίες περιπεσόντα τρόπο ζωής τής οικογένειάς της, τόσο ώστε να ζητά γονυπετής και κλαίουσα, αν όχι συγχώρεση, έστω μια κάποια, μίνιμουμ, κατανόηση και προστασία από τον Ύψιστο, τόσο ανόητη είναι ώστε να ελπίζει στην άφεση με μια απλή εξομολόγηση; Και τόσο ηλίθια ώστε να φανταστεί πως ο παπάς (υποχρεωμένος από το απόρρητο μεταξύ εξομολογούμενου και εξομολογητή που του επιβάλουν οι κανόνες τής εκκλησίας του) ποτέ δε θα αποκαλύψει τα εξωφρενικά, εγκληματικά μυστικά της μεν, τίποτα δεν τον εμποδίζει δε να την πετάξει κλοτσηδόν έξω από το ποίμνιό του; Γιατί ο γιος σκαρφίζεται όλη αυτή τη σχολική, ασύλληπτα κερδοφόρα εγκληματική επιχείρηση για να εγκαταλείψει την οικογενειακή θαλπωρή και να σηκωθεί να φύγει, αναζητώντας μόνος την τύχη του, όταν ουδεμία προστριβή έχει με τους γονείς τους, τη στάση ζωής των οποίων έχει προφανώς ενστερνιστεί εντελώς; Πώς η κόρη, που λέει πως η αληθινή αγάπη είναι μοναδική διέξοδος από την αλλόκοτη ζωή της, ρίχνει ξύλο και κάνει σεξ (για πρώτη φορά, πάνω στην πόρτα μιας σχολικής αίθουσας!) με το παραμικρό; Και γιατί, τέλος πάντων, και τα δύο παιδιά εγκαταλείπουν άρον άρον τα επαναστατικά (μερικώς μόνο εξηγούμενα από την εφηβεία τους) σχέδιά τους όταν συνειδητοποιούν πως οι γονείς κινδυνεύουν; Και τι, επιτέλους, βρήκε τόσο αστείο το κοινό της κινηματογραφικής λέσχης του γαλλικού χωριού στη μαφιόζικη ομολογία – σχολιασμό των σκορσεζικών «Καλών Παιδιών» του Τόνι (την οποία εσύ ακούς, αλλά δε βλέπεις), ώστε να ξεσπάσει σε τέτοια ενθουσιώδη ομοβροντία γέλιων και χειροκροτημάτων (αφού αντίθετα με εσένα, δεν είναι και σε θέση να εκτιμήσουν το σινεφίλ inside joke της υπόθεσης); Και γιατί η φάτσα του πράκτορα Στάνσφιλντ (Τζόουνς) που ηγείται της ομάδας προστασίας των Μαντζόνι είναι ακούνητη και αγέλαστη; Μην είναι botox; Μην είναι υπνοβασία; «Μην είν’ οι κάμποι / Μην είναι τα άσπαρτα, ψηλά βουνά»;
Απαντήσεις σε όλα αυτά τα ενοχλητικά ερωτήματα δεν υπάρχουν. Ούτε κατά διάνοια. Όπως δεν υπάρχει σασπένς στη σκηνή της τελικής αναμέτρησης, καθώς έχει ακυρωθεί από όσα εξωπραγματικά έχουν προηγηθεί. Όπως δεν υπάρχουν άλλες αρετές που να διασώζουν ουσιαστικά την κατάσταση και να σε γλιτώνουν από την ανία. Η σκηνοθεσία είναι καλή και το μοντάζ (ειδικά ανάμεσα στο «τώρα» και στο «πριν») εξαιρετικό, αλλά τι να σου κάνουν όταν λειτουργούν μόνο ως αμπαλάζ κενού περιεχομένου. Ομοίως οι ερμηνείες είναι άπταιστες, αλλά δε δίνουν υπόσταση σε χαρακτήρες. Αντίθετα μοιάζουν με – μόνο κατά φαντασία σατιρικές – καρικατούρες ρόλων που ο καθένας εκ των πρωταγωνιστών έχει ενσαρκώσει στο παρελθόν πολύ καλύτερα: η Έιγκρον στο τηλεοπτικό «Glee», ο Τζόουνς στο «Φυγά» και όχι μόνο, η Φάιφερ στη «Γυναίκα του Γκάνγκστερ» και ο Ντε Νίρο στο «Νονό», στα «Καλά Παιδιά» και στο «Ανάλυσέ Το», τουλάχιστον… Όχι τυχαία, την παράσταση κλέβει (κάπως) η Φάιφερ, μόνο και μόνο εξαιτίας τού γεγονότος πως παραμένει ωραία, αν και ακόμα, επίμονα ανέγγιχτη από χέρι πλαστικού χειρουργού. Τα ξεκαρδιστικά κωμικοτραγικά που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη σύγκρουση δύο διαμετρικά αντίθετων πολιτισμών (του επαρχιακού γαλλικού με τον μητροπολιτικό αμερικάνικο), τέλος, δεν… προκύπτουν. Είτε γιατί ο Μπεσόν επιλέγει (για εμπορικούς λόγους) να βάλει όλο το χωριό να μιλάει σπαστά αγγλικά (κάτι που στην πραγματικότητα δε θα συνέβαινε ούτε στη… Δευτέρα Παρουσία!), αντί να υποχρεώσει την οικογένεια Μαντζόνι να βγάλει γέλιο με τα σπαστά γαλλικά της. Είτε γιατί στις – στα μάτια τους -απαράδεκτες συμπεριφορές των νυν συγχωριανών τους εξ αρχής μαθαίνεις πως – με μαθηματική ακρίβεια – προβλέψιμα οι Μαντζόνι αποκρίνονται μόνο με έναν τρόπο: τη βία. Είτε γιατί αυτή η οικογένεια δεν είναι ούτε τυπικά αμερικάνικη, ούτε αμερικάνικη ιταλικής καταγωγής. Είναι μια μαφιόζικη φαμίλια από… το έξω διάστημα.