ΤΟ ΜΕΡΙΔΙΟ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ (2012)
(THE ANGELS’ SHARE)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κεν Λόουτς
- ΚΑΣΤ: Πολ Μπράνιγκαν, Τζον Χένσο, Γκάρι Μέιτλαντ, Τζάσμιν Ρίγκινς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ο Ρόμπι γλίτωσε στο τσακ τη φυλακή, έγινε πατέρας και αποφάσισε ν’ αλλάξει τη ζωή του προς το καλύτερο. Ο κοινωνικός λειτουργός που τον αναλαμβάνει τον συστήνει στον αριστοκρατικό κόσμο της δημιουργίας, γευσιγνωσίας και συλλογής εκλεκτών ουίσκι, και ο Ρόμπι βλέπει (άπλετο) φως στην άκρη του τούνελ…
Η δουλειά του Λόουτς πάντα φέρει ευδιάκριτη την υπογραφή του, όντας ανυποχώρητα κοινωνικά συνειδητοποιημένη, αν και όχι απαραίτητα πολιτικά ορθή. Με σταθερή πυξίδα του τα λάθη και τα πάθη συνηθισμένων ανθρώπων, που σπρώχτηκαν και παλεύουν να επιβιώσουν στο περιθώριο, της κοινωνίας, της οικονομίας ή της Ιστορίας. Ωστόσο, αυτή η απρόσκοπτη κοσμοαντίληψή του δεν τον περιορίζει. Δεινός πλάστης σπαρακτικών δραμάτων («Ladybird Ladybird», «Το Όνομά μου Είναι Τζο»), συχνά πυκνά αποδεικνύεται και θαυματουργός, με τον δικό του ιδιαίτερο και ξεχωριστό τρόπο προσέγγισης, και σε άλλα – δε θα έλεγες του γούστου του – κινηματογραφικά είδη: σαν τη ρομαντική κομεντί (με τις ερωτικές σκηνές γυρισμένες, θαρρείς, από ατρόμητο, απενοχοποιημένο 20άρη) «Ένα Τρυφερό Φιλί», ή το νεανικό δράμα (έτσι όπως ποτέ δεν το διανοήθηκε το Χόλιγουντ) «Sweet Sixteen».
Αυτό το τελευταίο, βραβευμένο στα Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν (Βραβείο Κοινού) και των Καννών (Βραβείο της Επιτροπής), καθώς και στα σκοτσέζικα BAFTA (Πρώτου Ανδρικού Ρόλου και Σεναρίου) πόνημά του, αποτελεί μια ακόμα εξόρμησή του σε αναπάντεχα κινηματογραφικά μονοπάτια. Ή αλλιώς, τη δική του εκδοχή μιας gross – out κωμωδίας, από εκείνες, δηλαδή, που δε φοβούνται το αθυρόστομο, σκατολογικό χιούμορ! Έτσι, η καθομιλουμένη αργκό δε λογοκρίνεται, και τα «μ***ί», «μ***ιά», «γ**άω», «γ**ώ», «γ***σι», «γ***σου» πάνε σύννεφο, ενώ καταναλώνονται ευφάνταστα αηδιαστικά κοκτέιλ (σαν εκείνο με βασικά συστατικό το ουίσκι και τις… ροχάλες), ο Άλμπερτ (Μέιτλαντ) σου τρίβει αδιάντροπα στη μούρη την επικίνδυνη (για τον εαυτό του και τους άλλους) ατζαμοσύνη, την εξωφρενική ημιμάθεια και τις ανεκδιήγητες… κάλτσες του, και σκοτσέζικα κιλτ σηκώνονται με θράσος για να αποκαλύψουν στην προσβλητική αστυνομία τη δυσάρεστη, γυμνή «αλήθεια».
Προηγουμένως, όμως, ο Λόουτς, με τη συμβολή όλης της θαυμάσιας ερμηνευτικής του ομάδας, αλλά κυρίως του αφοπλιστικού Μπράνιγκαν (που δεν παύει στιγμή να εκπλήσσει επιβλητικά ως Ρόμπι, αντιπαραβάλλοντας την ασφαλή, αγορίστικη εμφάνισή του με την απειλητική, μάτσο συμπεριφορά του, την ικανότητά του για ορμητική, ανεπιφύλακτη τρυφερότητα με τα ασυγκράτητα βίαια ξεσπάσματά του), έχει φροντίσει να γειώσει καταλυτικά τα δρώμενα. Με σημείο εκκίνησης τους τίτλους αρχής, όπου καθένας από τους ήρωές του ακούει στο δικαστήριο το πώς και γιατί της ποινής που του αναλογεί για τις παραβάσεις ή τα εγκλήματά του, και επόμενους σταθμούς τον αιματηρό καυγά του Ρόμπι στο νοσοκομείο, τις απειλές που δέχεται από τον πατέρα της κοπέλας του στο αυτοκίνητο, και την αποστομωτικά δραματική συνάντησή του με το θύμα του, ο Λόουτς αφενός ξεμπροστιάζει τον μέσο όρο της κοινωνίας, που με ή χωρίς πειστική δικαιολογία αρνείται πεισματικά να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στα πεταμένα στα άκρα της, συχνά χαρισματικά, παιδιά της, και αφετέρου φωτίζει το διττό και αμφιλεγόμενο, κάθε άλλο παρά αθώο γκρίζο του χαρακτήρα των τελευταίων.
Καθώς το φιλμ προχωρά – και εκφράζει όλο και περισσότερο τις κωμικές διαθέσεις του – δεν προκαλεί τρανταχτά γέλια, αλλά ένα ακούραστο, γεμάτο, διεγερτικά γνωρίζον μειδίαμα. Γιατί όταν μπαίνει στο παιχνίδι το ουίσκι, η εμμονή και η διακίνηση ασύλληπτων εκατομμυρίων που αυτό προκαλεί σοκάρουν, σαφώς, περισσότερο από τα προαναφερθέντα gross – out επεισόδια της… διπλανής πόρτας. Έτσι, διακριτικά και έμμεσα, σχολιάζεται ειρωνικά (και δη σατιρικά) η παράλογη τάξη των πραγμάτων, που συντηρεί μια άφαντη (ταμπουρωμένη στα κάστρα της;), ανώνυμη και οικονομικά παντοδύναμη κάστα, που μέσω των εκπροσώπων της στην πεζή καθημερινότητα όλων των άλλων, μπορεί να αγνοεί, να προσπερνά ή να καταπατά κατά βούληση νόμους και κανόνες, όχι για να επιβιώσει, αλλά για να εξασφαλίσει μια υλική, φευγαλέα απόλαυση.
Μη βιαστείς, όμως, να βγάλεις συμπεράσματα. Επιτρέποντας στο Ρόμπι να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή (αλλά και μια υλική, φευγαλέα απόλαυση) για τον εαυτό, την οικογένεια και τους φίλους του, εκμεταλλευόμενος την «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» νοοτροπία της αριστοκρατίας του ουίσκι, σαν εναλλακτικός, σύγχρονος (και συνονόματος) Ρομπέν των Δασών, ο Λόουτς κρατά το διάλογο για τον καταμερισμό της ευθύνης και της ενοχής ανοιχτό. Κλείνοντας κατάμουτρα την πόρτα σε ασπρόμαυρα, κοντόφθαλμα διπολικά κλισέ του τύπου «κακοί» πλούσιοι, «καλοί» φτωχοί, «π****να» κοινωνία, «θεά» ατομικότητα.