Ο ΑΠΙΘΑΝΟΣ ΜΟΡΙΣ (2022)
(THE AMAZING MAURICE)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τόμπι Γκένκελ, Φλόριαν Βέστερμαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21
Ο Μορίς, ένας πανέξυπνος γάτος του δρόμου, έχει σκεφτεί την τέλεια απάτη για να βγάζει λεφτά: παρέα μ’ έναν νεαρό αυλητή, τον Κιθ, πάνε από πόλη σε πόλη και πείθουν τους κατοίκους της ν’ αναλάβουν (με το αζημίωτο, φυσικά) την απομάκρυνση ενοχλητικών αρουραίων. Αυτό που δεν τους λένε, βέβαια, είναι ότι οι εν λόγω αρουραίοι αποτελούν… μέρος της απάτης! Πρόκειται για φίλους τους, οι οποίοι εντελώς βολικά, έπειτα από την παρέμβαση του Μορίς και του Κιθ, «απαλλάσσουν» τους κατοίκους από την παρουσία τους και… από τα λεφτά τους!
Προϊόν της ανεξάντλητης, εκκεντρικής φαντασίας του τεράστιου Τέρι Πράτσετ (συγκεκριμένα, το ομότιτλο μυθιστόρημα του, «The Amazing Maurice and His Educated Rodents»), αλλά και του σεναριογράφου του «Shrek», Τέρι Ρόσιο, «Ο Απίθανος Μορίς» έρχεται στους ελληνικούς κινηματογράφους με μια κάποια καθυστέρηση για να μας παρουσιάσει μια διαφορετική ταινία κινουμένων σχεδίων, απόρροια (και) των ιδιότυπων συντελεστών που το «υπογράφουν». Σε μια «μπασταρδεμένη» (ας μας επιτραπεί ο όρος) εκδοχή του λαϊκού γερμανικού παραμυθιού, «Ο Αυλητής του Χάμελιν», το γερμανικό σκηνοθετικό δίδυμο των Φλόριαν Βέστερμαν και Τόμπι Γκένκελ παραδίδει ένα φιλμ το οποίο ξεφεύγει από την πεπατημένη του παιδικού animation, κι αυτό από μόνο του λογίζεται ως επιτυχία.
Βέβαια, για ν’ αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, στις μέρες μας η μεταστροφή και το twist στις κλασικές μανιέρες των ταινιών κινουμένων σχεδίων (άχρωμες ιστορίες με τετριμμένα διδάγματα στο τέλος και, γενικότερα, φιλμ που θυμίζουν εργοστασιακά φωτοαντίγραφα) πιστώνεται κατά τεράστιο ποσοστό στη σεναριακή ομάδα, μιας και το δίδυμο σκηνοθετών κάθε άλλο παρά θέλγει, με το στυλ του animation να καταλήγει να είναι το κύριο στοιχείο που μας «πετά» έξω από τον «Απίθανο Μορίς». Κατά τα άλλα, είναι ανάσα φρεσκάδας και μια ζητούμενη «νέα πνοή» αυτή η μάλλον jazzy ιστορία του «περπατημένου» γάτου με street smarts, αλλά και της ομάδας των αρουραίων του, που μας θυμίζουν πόσο «γράφουν» στη μεγάλη οθόνη τα όχι και τόσο συμπαθή τρωκτικά: είχαμε να το θυμηθούμε από τον αριστουργηματικό «Ρατατούη» (2007).
Κι αν η εκκεντρικότητα, το slapstick χιούμορ και, γενικότερα, όλη η περιρρέουσα «ανοησία» των καταστάσεων που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, είναι μερικά από τα στοιχεία που διέπουν το φιλμ και βγάζουν αβίαστο γέλιο, ένα έτερο σήμα κατατεθέν του «Απίθανου Μορίς» δεν είναι άλλο από τη διανομή των φωνών. Ακόμη ένα σημάδι πως, όταν γίνεται σωστή δουλειά, οι Βρετανοί είναι αξεπέραστοι σ’ αυτό το κομμάτι. Όπως και να το κάνουμε, είναι διαφορετικό ν’ ακούς τον Χιου Λόρι και τον Ντέιβιντ Τέναντ, πολιτιστικούς «θησαυρούς» της Γηραιάς Αλβιώνας, να δανείζουν τις φωνές του στους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, κάτι που δυστυχώς δεν θα έχουμε την ευκαιρία ν’ απολαύσουμε στη χώρα μας, μιας και η ταινία προβάλλεται αποκλειστικά με μεταγλωττισμένες κόπιες.
Πάνω στο τελευταίο, έγκειται και το μεγαλύτερο πρόβλημα του «Απίθανου Μορίς»: η σοβαρή πιθανότητα να φανεί πιο εκκεντρικός από τα γούστα του… αρκετά μικρού (σε ηλικία) κοινού και παραπάνω παιδικός από τ’ αντίστοιχα των ενήλικων… συνοδών.