TEDDY BEAR (2012)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μαντς Ματίεσεν
- ΚΑΣΤ: Κιμ Κολντ, Έλσμπετ Στέντοφτ, Λαμαϊπόρν Χούγκορ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92ʼ
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Ντροπαλός 38χρονος επαγγελματίας bodybuilder πασχίζει να βρει την αγάπη και να ξεφύγει από την ασφυχτική πίεση της μητέρας του. Όταν ο ανύπαντρος θείος του επιστρέψει στη Δανία από την Ταϊλάνδη ενθουσιασμένος και… παντρεμένος, ο Ντένις θα συνειδητοποιήσει ότι ίσως αυτή είναι η διέξοδός του – αρκεί να μην πει στη μαμά τι σχεδιάζει.
Ο Ντένις, όπως τον υποδύεται απόλυτα πειστικά ο επαγγελματίας bodybuilder και στην πραγματική ζωή Κιμ Κολντ, είναι ένας αγαθός γίγαντας, κρύβοντας μια τρυφερή καρδιά πίσω από πολυάριθμα τατουάζ και υπερβολικό μυϊκό όγκο. Στο γυμναστήριο είναι ο βασιλιάς του χώρου, κοινωνικός και λαλίστατος. Στα ραντεβού του, αντιθέτως, δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη από ντροπή και αμηχανία. Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, η μητέρα του η Ίνγκριντ δεν του αφήνει περιθώρια επιλογών, τον εκβιάζει συναισθηματικά σε κάθε του απόφαση και μετατρέπει τη μητρική αγάπη σε μέσο απειλής κάθε φορά που τον βλέπει να παρεκκλίνει από τα θέλω της.
Αντίθετα, στην Ταϊλάνδη οι συνθήκες φαίνεται πως θα απελευθερώσουν τον Ντένις, μέχρι οι έμφυτες τάσεις αναστολών του να κάνουν εμφανές το πραγματικό πρόβλημα. Οι προσεγγίσεις των γυναικών (που του φτάνουν μέχρι τη μέση) πλησιάζουν στα όρια της επίθεσης και ο απελευθερωμένος σεξουαλισμός φέρνει τον Ντένις στα πρόθυρα του black-out, μέχρι να βρει καταφύγιο στο τοπικό γυμναστήριο και τον συνήθη κοινωνικό περίγυρο που έχει μάθει να εμπιστεύεται. Απόφαση που μάλλον θα του βγει σε καλό.
Ο Μαντς Ματίεσεν με το «Teddy Bear», την πρώτη του μεγάλου μήκους σκηνοθετική δουλειά (επεκτείνοντας το δικό του μικρού μήκους, «Dennis», του 2007, το οποίο μπορείς να δεις ολόκληρο στη video gallery) διαμορφώνει τη δομή της ταινίας του όπως την προσωπικότητα του Ντένις. Αυστηρά σκανδιναβικό, χωρίς εξάρσεις συναισθηματισμού αλλά με μεγάλη τρυφερότητα στη βάση της ιστορίας του, το φιλμ αποτελεί ουσιαστικά την ιστορία ενηλικίωσης ενός ανθρώπου στα 38. Με δόσεις υπόγειου χιούμορ που κατά στιγμές οδηγεί απρόσμενα σε ξεσπάσματα γέλιου, το «Teddy Bear» ξέρει να χειρίζεται τα συναισθήματα, χωρίς, όμως, να γίνεται προφανές ή καθοδηγητικό.
Ο Ματίεσεν, επίσης, αποφεύγει να κρίνει ή να καταδικάσει τους χαρακτήρες του. Η αποτύπωσή του είναι ειλικρινής και αποστασιοποιημένη, αφήνοντας τους ήρωες να απολογηθούν ή να αιτιολογήσουν τις πράξεις τους, είτε εκθέτοντας τους ίδιους τους εαυτούς τους είτε κερδίζοντας πόντους συμπάθειας. Σε αυτό, φυσικά, βοηθά η προσεκτική επιλογή των φυσιογνωμιών, που δεν ξεφεύγει από τον μέσο όρο της διπλανής πόρτας και προσδίδει μια καλοδεχούμενη αληθοφάνεια στην αφήγηση, τονίζοντας την αντίθεση του Ντένις με το περιβάλλον του.
Στη βάση του, βέβαια, το «Teddy Bear» παραμένει μία ταινία που, λίγο ή πολύ, ως θεματική δεν απομακρύνεται από γνώριμους τόπους. Οι εξελίξεις δεν προκαλούν την έκπληξη και ο ικανός χειρισμός των καταστάσεων δεν μπορεί να κρύψει πάντα την επανάληψη κάποιων ιδεών. Παρ’ όλα αυτά, δεν κουράζει στη διάρκειά του και σίγουρα αποτελεί σοβαρό δείγμα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, που δεν επιθυμεί και δε χρειάζεται να πάρει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά.