ΣΙΧΑΘΗΚΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ (2022)
(SYK PIKE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κρίστοφερ Μπόργκλι
- ΚΑΣΤ: Κρίστιν Κούγιατ Θόρπ, Αϊρικ Σάιθερ, Φάνι Βάαγκερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO FILMS
Όταν η καλλιτεχνική καριέρα του Τόμας αρχίζει να τραβά την προσοχή του περίγυρου, η κοπέλα του, Σίγκνε, βρίσκει έναν διεστραμμένο τρόπο να την… τραβήξει πίσω.
Ο Τόμας είναι ένας ανερχόμενος καλλιτέχνης ο οποίος κλέβει αντικείμενα για να δημιουργήσει. Σε αυτό τον βοηθά η ερωτική του σύντροφος, Σίγκνε. Από την πρώτη στιγμή είναι ξεκάθαρο πως και οι δύο είναι νάρκισσοι, θέλουν συνέχεια η προσοχή να πέφτει πάνω τους και ανταγωνίζονται σ’ αυτό. Όταν εκείνος έχει μια πετυχημένη έκθεση και αρχίζει ν’ αποκτά πραγματική φήμη, εκείνη από ζήλια αρχίζει να παίρνει ένα ρωσικό ηρεμιστικό το οποίο έχει ως παρενέργεια μια έντονη δερματοπάθεια. Η ταινία εξερευνά αυτή τη δυναμική μέχρι το λογικό της άκρο, καθώς και την ψυχολογία της Σίγκνε, όμως, δεν κάνει τίποτα παραπάνω.
Το ζευγάρι, σε όλη τη διάρκεια του φιλμ, βιώνει έναν σιωπηλό πόλεμο από αμφότερες πλευρές. Δεν ξέρουμε γιατί είναι μαζί, δεν έχουν καμία άλλη αλληλεπίδραση πέραν από το παιχνιδάκι τους και ποτέ δεν έρχεται κάποιο call-out σύγκρουσης. Είναι δύο «εξωγήινοι» μέσα στην υπόλοιπη κοινωνία. Η οποία φέρεται αρκούντως φυσιολογικά, τόσο όσο να φαίνεται ρεαλιστική η σχέση των δύο βασικών χαρακτήρων. Δεν υπάρχει καμία εξέλιξη, κανενός χαρακτήρα πέραν αυτής της συνθήκης. Κάτι το οποίο προκαλεί έναν παραλογισμό στο κέντρο του έργου. Από τη μία νιώθεις ότι από αυτά τα συμβάντα θα αποτελούνταν τούτη η ιστορία, από την άλλη ότι… δεν θα συνέβαινε ποτέ αυτή η ιστορία. Γιατί οι χαρακτήρες της δεν είναι τρισδιάστατοι, είναι πιόνια στο πλαίσιο της μεταξύ τους επιφανειακής αλληλεπίδρασης (κυρίως όσον αφορά την Σίγκνε).
Επειδή την ακολουθούμε σε όλη την ταινία και βλέπουμε (και) τις φαντασιώσεις της, τουλάχιστον για εκείνη μαθαίνουμε και τρία πράγματα. Ότι επιδιώκει να γνωρίσει την απόλυτη φήμη, ότι φοβάται μην και δεν την ανακαλύψουν κι ότι θέλει κάποιος να της πει πως είναι περήφανος γι’ αυτήν. Κυριολεκτικά, αυτή είναι όλη η εξέλιξη του χαρακτήρα της στο φιλμ. Δηλαδή, ένας στάσιμος, παιδιάστικος χαρακτήρας, που παίζει και με τη ζωή του, καθώς οι παρενέργειες του φαρμάκου που καταναλώνει όλο και χειροτερεύουν. Δεν μαθαίνουμε κάτι για την ανθρώπινη φύση, δεν μαθαίνουμε κάτι για την πολυπλοκότητα των ανθρώπων, ίσως και για την ηλιθιότητα ή την ψυχασθένεια μιας ενδεχόμενα ρεαλιστικής Σίγκνε. Για όλη τη διάρκεια της ταινίας, ήθελα να την πιάσω, να την ταρακουνήσω από τους ώμους και να της φωνάξω… «Τι περίμενες ότι θα σου συμβεί;»! Και είναι θλιβερό για μια κοινωνική σάτιρα, να χρησιμοποιεί το πορτρέτο ενός βαριά ψυχικά ασθενούς ατόμου με μια προοπτική κατάληξης απόλυτα προβλεπόμενης, όσο και ενταγμένης σε μία συρραφή από γκροτέσκα σκετσάκια «μαύρης κωμωδίας».
Γιατί, ναι, ο Κρίστοφερ Μπόργκλι προσπαθεί να βγάλει… γέλιο από όλο αυτό! Σίγουρα, υπάρχει μια κάποια χιουμοριστική διάθεση στις ολοένα και πιο φαντασμένες σκέψεις της ηρωίδας του, όμως, είναι αστείο μέχρι τη δεύτερη φορά, όχι και την πέμπτη. Ταυτόχρονα, η επιδείνωση της κατάστασής της (που φτάνει στα όρια του θανάτου), μαζί με την παντελή έλλειψη συναίσθησης προς τον κόσμο γύρω της, θα μπορούσε να μοιάζει με αστείο αν είχε γυριστεί με τον ακραίο τόνο και τις ευαισθησίες ενός πρώιμου Τζον Γουότερς. Ο Μπόργκλι, αντιθέτως, παίρνει πολύ στα σοβαρά το σκηνοθετικό του ύφος. Με ρεαλιστικές ερμηνείες, υπολογισμένα track in για ένταση, slow-motion και κλασική μουσική. Πράγματα που έχουμε δει χιλιάδες φορές στο φεστιβαλικό σινεμά, με το οποίο ταυτίζεται και αποτελεί ουσιαστική στόχευση γι’ αυτόν: να στήσει μια καλοφτιαγμένη ταινία με… weird ιστορία που θα του εξασφαλίσει μερικές φεστιβαλικές συμμετοχές. Αυτό είναι πολύ πιο εύκολο στην εποχή μας, από το να μας δημιουργήσεις μια ταινία χάρη στην οποία θα αισθανθούμε κάτι παραπάνω από… βαρεμάρα και αηδία.
Είμαι σίγουρος πως θα υπάρξουν θεατές που θα γελάσουν με το «Σιχάθηκα τον Εαυτό μου». Με τον ίδιο τρόπο που γελούσαμε με τα αηδιαστικά βιντεάκια του πρώιμου διαδικτύου ή ακόμη κι από… αγανάκτηση.