Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΤΖΟΥΕΛ (2019)
(RICHARD JEWELL)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κλιντ Ίστγουντ
- ΚΑΣΤ: Πολ Γουόλτερ Χάουζερ, Σαμ Ρόκγουελ, Κάθι Μπέιτς, Ολίβια Γουάιλντ, Τζον Χαμ, Νίνα Αριάντα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 131'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Summer Olympics της Ατλάντα, 1996. Σεκιουριτάς, που έσωσε εκατοντάδες ανθρώπους από βομβιστική επίθεση, βρίσκει στα καλά καθούμενα μεγάλο μπελά από το FBI, το οποίο τον θεωρεί βασικό ύποπτο στις έρευνές του. Τα media διαρρέουν την «είδηση» και η ζωή του Ρίτσαρντ Τζούελ καταστρέφεται.
Κάθε φορά που βλέπω καινούργια ταινία του Κλιντ Ίστγουντ, το πρώτο πράγμα που περνάει από το μυαλό μου είναι αυτό: «Πόσων ετών είπαμε ότι είναι ο άνθρωπος αυτός;»! Γεννημένος το 1930, ο Ίστγουντ εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα πίσω από την κάμερα, παραδίδοντας έργα κοινωνικού προβληματισμού που αφορούν το πλατύ κοινό, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να μην παρουσιάζει ένα θέαμα… γεροντίστικο. Δεν υπάρχει προηγούμενο παρόμοιας φιλμογραφίας στα χρονικά της κινηματογραφικής τέχνης, πιστεύω.
Η «Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ» βασίζεται στην αληθινή ιστορία ενός φύλακα εταιρείας security που το 1996 εντόπισε ένα σακίδιο με εκρηκτικό μηχανισμό παρατημένο δίπλα σε πλήθος κόσμου που παρακολουθούσε μία συναυλία στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα. Χάρη στην επέμβασή του, αν και ο μηχανισμός εξερράγη, τουλάχιστον οι ανθρώπινες απώλειες και οι τραυματίες ήταν ελάχιστοι σε σχέση με αυτό που ευελπιστούσε να πετύχει ο τρομοκράτης. Ο Ρίτσαρντ Τζούελ έγινε ήρωας, όμως τα πάντα αντιστράφηκαν όταν το FBI, σε μία απεγνωσμένη κίνηση συγκάλυψης της δικής του αδυναμίας να προστατεύσει τους πολίτες, στοχοποίησε τον σεκιουριτά ως «ύποπτο» και ενορχήστρωσε μία ανελέητη επίθεση εναντίον του, σε συνεργασία με τα ΜΜΕ.
Με βάση ένα σχετικό άρθρο του περιοδικού Vanity Fair, ο Ίστγουντ πιάνει στα χέρια του ένα στιβαρό σενάριο (το υπογράφει ο Μπίλι Ρέι) που προσφέρει αρκετές διαφορετικές σκοπιές προσέγγισης του θέματος και μας δίνει μία σπουδαία, φαινομενικά «απλοϊκή» ταινία η οποία θέτει σοβαρά πολιτικά και κοινωνικά ερωτήματα. Ειδικά στο πρώτο κομμάτι, ο Ίστγουντ δεν ενδιαφέρεται να επιρρίψει ευθύνες για το όλο συμβάν σε μία συγκεκριμένη Κυβέρνηση, δεν κάνει μία «πολιτικάντικη» ταινία με «αποχρώσεις» που θα έθιγαν Δημοκρατικούς ή Ρεπουμπλικάνους. Τα… χώνει στο αλαζονικό σύστημα, στην κρατική μηχανή, στον τρόπο λειτουργίας υπηρεσιών που θα έπρεπε να δουλεύουν ρολόι και να προστατεύουν τον απλό πολίτη. Αντιλαμβάνεται ποιο είναι το άδικο αυτής της ζωής και σου λέει εντελώς ωμά και ρεαλιστικά πως αν κριθείς ένοχος από τα γρανάζια της εξουσίας ακόμη και… κατά λάθος, έχεις ελάχιστες πιθανότητες να βρεις το δίκιο σου! Ακόμη χειρότερα, εάν δίπλα σε αυτό το σύστημα συνυπάρχει και ο κόσμος των media, ο οποίος θα σε κατασπαράξει για να πουλήσει την είδηση, τότε είσαι… «προμελετημένα» καταδικασμένος! Και εδώ δεν είναι φανταστικό σινεμά (τύπου «Brazil»), εδώ βλέπεις την πραγματική ζωή.
Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, ο θεατής έχει για «όχημα» τον ομώνυμο ήρωα, ο οποίος δεν αποτελεί και το υπόδειγμα ταύτισης. «Βλάχαρος», πατριώτης Αμερικανός, ντιπ χαζός, με μοναδικό στόχο και όνειρο να γίνει κάποτε ένας κανονικός αστυνομικός, ο ευτραφής και όχι ιδιαίτερα προσφιλής στον κοινωνικό του περίγυρο Τζούελ, στα 34 του, μετατρέπεται σε καμάρι ολόκληρης της Αμερικής και της μάνας του (με την οποία συγκατοικεί), η οποία τον θαυμάζει από την οθόνη της τηλεόρασης λες κι έχει εκπληρωθεί ένα κάποιο θαύμα. Ο τρόπος με τον οποίο ο Τζούελ αντιμετωπίζει το «πάθημά» του, όμως, ενίοτε σε κάνει… έξαλλο από θυμό! Μ’ εκείνον! Με την αφέλειά του, με μία αντίληψη ότι δεν αξίζει την προσοχή σου. Ο Τζούελ δεν γίνεται να είναι ο «δικός σου» ήρωας, σε φέρνει σε δύσκολη θέση, μπορεί να σε «προσβάλλει» αν τον υποστηρίξεις από την πλευρά του θεατή. Εκείνο που υπερτερεί στην τελική, όμως, είναι όλη αυτή η βασανιστική διαδικασία, το ξεγύμνωμα του ιδιωτικού του βίου, το εθνικό ρεζίλεμα και ο άμεσος κίνδυνος ενοχοποίησης (ακόμη και χωρίς πραγματικά στοιχεία που να το αποδεικνύουν!) για ένα ανθρωπάκι (με την καλή έννοια, κατά βάθος) ελαφρώς αργόστροφο, μα με μία ευγένεια μέσα του και το νοιάξιμο της φροντίδας και της ασφάλειας του συμπολίτη. Και μέσα από τον χαρακτήρα του Τζούελ, ο Ίστγουντ αποφεύγει το ιδεολογικό στοιχείο. Το πολιτικό σχόλιο ταυτίζεται με την αδικία των Αρχών, όχι με την όποια προέλευση του ήρωα. Δεν μας νοιάζει τι μπορεί να πιστεύει, τουλάχιστον σε τούτο το έργο. Η ιστορία τούτης της «Μπαλάντας» είναι τα πάθη που βιώνει από ένα σύστημα κυριολεκτικά μολυσμένο. Ο Τζούελ είναι ένα εύκολο θύμα. Κι εμείς είμαστε βέβαιοι για την αθωότητά του. Δεν μπορούμε να τον συμπονέσουμε γι’ αυτό που είναι στην καθημερινότητά του, αλλά δεν επιτρέπεται σε έναν αθώο άνθρωπο να εξευτελίζεται σε τέτοιο βαθμό. Γιατί, πολύ απλά, μιας και η ζωή η ίδια είναι που μας αφηγείται τούτο το συμβάν, θα μπορούσε να είχε συμβεί και σ’ εμάς!
Γενναία και σαφώς παραγνωρισμένη η ερμηνεία του Πολ Γουόλτερ Χάουζερ στον ομώνυμο ρόλο. Ο ηθοποιός δεν ερμηνεύει βιογραφία celebrity αβανταδόρικη, αλλά ενσαρκώνει (όσο πιο κοντά στον αληθινό χαρακτήρα) ένα πλάσμα διόλου χαρισματικό, που κατά διαστήματα σε κάνει να γελάς, ενώ λίγα λεπτά αργότερα τον αντιμετωπίζεις με αξιοπρέπεια ή συναισθήματα αγνής συγκίνησης. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην σε κερδίσει και να σε πάρει με το μέρος του, μέχρι το φινάλε της ταινίας. Δίπλα του, ο Σαμ Ρόκγουελ το πάει «αβάδιστα» με τη χαρακτηριστική άνεση της παρουσίας του (που έχει γίνει σχεδόν ένα trademark δικής του «μανιέρας»), ενώ η Κάθι Μπέιτς καρπώνεται ακόμη μία οσκαρική υποψηφιότητα (δεύτερου γυναικείου ρόλου) στον ρόλο της μητέρας τού Τζούελ, που με κάμποσες δόσεις σασπένς περιμένεις να παρακολουθήσεις να εκρήγνυται λυγμικά ή από την εξουθένωση της όλης εμπειρίας (η οποία στην πραγματικότητα διήρκεσε τρεις μήνες). Όλοι μαζί ενώνονται σε ένα συναρπαστικό (για τον όποιο θεατή) φιλμ, μέσω του οποίου ο Ίστγουντ, για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια, παραδίδει μαθήματα αφηγηματικής απλότητας. Όσο κι αν δείχνει «basic» κατά τη διάρκεια της παρακολούθησής του, όμως, θα σε καταπλήξει όταν βγαίνοντας από το σινεμά αρχίσεις να το καλοσκέφτεσαι και να «ερμηνεύεις» το περιεχόμενό του, τον σεναριακό του καμβά, τις ισορροπίες της στάσης του απέναντι στο κοινωνικό δίκαιο. Βγαίνεις κερδισμένος διπλά, δηλαδή.