PRISCILLA (2023)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σοφία Κόπολα
- ΚΑΣΤ: Κέιλι Σπέινι, Τζέικομπ Ελόρντι, Άρι Κοέν, Νταγκμάρα Ντομίντσικ, Τιμ Ποστ, Λιν Γκρίφιν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Boy meets girl στην Αμερική του 1959. Εκείνος στα 24, εκείνη στα 14. Αυτή είναι η ερωτική ιστορία του Έλβις και της Πρισίλα.
Η Σοφία Κόπολα στο αντικείμενό της. Μια ταινία με ηρωίδα μια teenager. Δεν θα μας ένοιαζε ιδιαίτερα (πέραν του taboo θέματος των ηλικιών) αν τα προαναφερθέντα ονόματα δεν ανήκαν στους… πλέον προφανείς ήρωες της αληθινής ζωής, του Έλβις και της Πρισίλα Πρίσλεϊ, τους οποίους δεν πρόλαβε να χωρίσει ο θάνατος, μα η… γυναικεία ολοκλήρωση!
Στα τέλη του ’50, σε μια αμερικανική στρατιωτική βάση στη Γερμανία, η 14χρονη Πρισίλα πλήττει ολομόναχη σ’ ένα αντίγραφο diner που της θυμίζει την πατρίδα. Τραβά την προσοχή ενός ένστολου που της υπόσχεται να κάνουν επίσκεψη (μετά της συζύγου του) στον φίλο του τον Έλβις, ο οποίος κάνει το φανταριλίκι του εκεί και του αρέσει να γνωρίζει συμπατριώτες του για να κάνουν παρέα. Οι γονείς της Πρισίλα θα το επιτρέψουν, ο Έλβις θα γοητευτεί από την πιτσιρίκα, θα σεβαστεί το νεαρό της ηλικίας της και θα περιμένει να έρθει η κατάλληλη στιγμή να συνουσιαστούν, ώστε να μην κινδυνεύσει η καριέρα του. Για την Πρισίλα, όμως, ο χρόνος θα είναι αρκετός. Και βασανιστικός.
Περισσότερο μία (ελαφρώς εκκεντρική, τηρουμένων των αναλογιών και του μύθου των ονομάτων) σπουδή χαρακτήρα παρά ένα αμιγώς βιογραφικό φιλμ, το «Priscilla» της Κόπολα δεν είναι δομημένο πάνω στους τυπικούς κανόνες του συγκεκριμένου genre. Σχεδόν «αφαιρετικό» στο πλαίσιο δράσης και αφήγησης, μοιάζει να περιγράφει τη ζωή της Πρισίλα Πρίσλεϊ σαν να παρατηρεί ένα πουλί μέσα σ’ ένα κλουβί, δηλαδή πάνω-κάτω το ακριβές βίωμα της ηρωίδας του (το φιλμ βασίστηκε στα απομνημονεύματά της και η ίδια δήλωσε απόλυτα ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα).
Για την Κόπολα, η Πρισίλα αποτελεί μια οντότητα που στέκει δίπλα στον Έλβις ως… οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς σε θηλυκό εκτός από αυτό το οποίο θα έπρεπε να εκφράζει η έννοια του όρου! Είναι η φίλη του, η μικρή του αδελφή, η κόρη του, το αμαρτωλό αντικείμενο του πόθου, το ερωτικό τρόπαιο, η ιδιοκτησία του, το κατοικίδιό του, η μάνα του παιδιού του, το τσουλάκι του. Χωρίς να μπαίνουν απαραίτητα σε μια σειρά όλα αυτά. Είναι η ηρωίδα του πιο νοσηρού παραμυθιού που σκαρφίστηκε ποτέ η ανδρική φαντασία. Απέχοντας, όμως, από τον ορισμό της γυναίκας. Η μοναδική στιγμή που η Πρισίλα θα συναντήσει αυτό το οποίο πραγματικά (και δικαιωματικά) είναι ως ύπαρξη σε τούτο τον κόσμο θα έρθει όταν ανοίξει την πόρτα της Graceland και εγκαταλείψει για πάντα τον Έλβις, «σπάζοντας» τα δεσμά του γάμου – και της κάθε «φυλακής» της. Τότε είναι που θα αισθανθεί το κόψιμο από τον ομφάλιο λώρο, την εφηβεία που δεν έζησε, την ενηλικίωσή της, την απελευθέρωση και την αναζήτηση της ταυτότητάς της. Την ειδωλοποίηση της γυναίκας που καταρρίπτει τις ρομαντικές ψευδαισθήσεις.
Εικαστικά, η «Priscilla» βρίσκει τις στιγμές που η μελαγχολία της Κόπολα για τέτοιες ηρωίδες απογειώνεται, το production design είναι χάρμα οφθαλμών, το soundtrack ροκάρει αναχρονιστικά όπως μόνο εκείνη ξέρει να διαχειρίζεται (θα έπρεπε να διδάσκεται αυτό που είχε κάνει από εποχής «Marie Antoinette», το 2006), αλλά το καστ των πρωταγωνιστών μοιάζει εγκλωβισμένο μέσα σε σώματα και πρόσωπα που ποζάρουν για editorial μόδας, δίχως ψυχή ή αντίληψη του τι πρέπει να υποστηρίξουν (με την Κέιλι Σπέινι να κάνει υπερβολικά φιλόδοξες προσπάθειες να σηκώσει ολόκληρο το έργο μονάχη της). Και αυτή η παραδοξότητα, να σε προδίδουν οι ηθοποιοί ενώ το έργο μπορεί (ή θα μπορούσε) να σε κερδίσει, είναι η αιτία της μερικής αστοχίας τούτης της ταινίας. Σαν την πρώτη αγάπη που σου παίρνει τα μυαλά κι όταν δεν προκύπτει το happy end, αναρωτιέσαι αν αυτό είναι / ήταν η αγάπη.