ΠΛΑΝΟ 75 (2022)
(PLAN 75)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τσι Χαγιακάουα
- ΚΑΣΤ: Τσιέκο Μπαϊσό, Χαγιάκο Ισομούρα, Στεφανί Αριάν, Γιούμι Καγουάι, Τάκα Τακάο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει το δυσβάσταχτο κόστος φροντίδας του ολοένα αυξανόμενου ηλικιωμένου πληθυσμού της χώρας, η ιαπωνική Κυβέρνηση λανσάρει το «Πλάνο 75», με το οποίο δίνει στους πολίτες που έχουν συμπληρώσει το εβδομηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους την επιλογή της ευθανασίας. Μία τέτοια απόφαση, όμως, κρύβει σοβαρά διλήμματα για όλους τους εμπλεκόμενους.
Το Ιούλιο του 2016, στην πόλη Σαγκαμίρα (της ευρύτερης περιοχής του Τόκιο), ένας εικοσιεξάχρονος πρώην υπάλληλος οίκου ευγηρίας για άτομα με αναπηρίες δολοφόνησε με αλλεπάλληλες μαχαιριές δέκα εννέα ανυπεράσπιστους τρόφιμους της εγκατάστασης, τραυματίζοντας άλλους είκοσι έξι. Σε γράμμα που είχε συντάξει λίγους μήνες πριν εξαπολύσει την δολοφονική του επίθεση, ανέπτυσσε τους προβληματισμούς του για την αυξανόμενη οικονομική επιβάρυνση της χώρας εξαιτίας του γηράσκοντος πληθυσμού της, εξηγώντας πως ο θάνατος των ηλικιωμένων αποτελούσε ένα ωφέλιμο βήμα, τόσο για την πατρίδα του, όσο και για την διαφύλαξη της παγκόσμιας ειρήνης! Από αυτό το τραγικό γεγονός, το οποίο είχε συγκλονίσει την ιαπωνική κοινή γνώμη, άντλησε έμπνευση για το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της η νεαρή auteur Τσι Χαγιακάουα, αποδεικνύοντας πως μία εντυπωσιακή σεναριακή ιδέα δεν αρκεί από μόνη της, ώστε να προκύψει μια ολοκληρωμένη κινηματογραφική ταινία.
Περιορίζοντας οτιδήποτε εμπεριέχεται υπό την έννοια του «φανταστικού» στη σύλληψη του κεντρικού άξονα του στόρι και μόνο, το «Πλάνο 75» κριτικάρει με διακριτικό τρόπο τα κοινωνικά συστήματα που έχουν απωλέσει οτιδήποτε το «ανθρώπινο». Υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί να εκληφθεί και ως μετωπική σύγκρουση με ρητορικές και ιδεολογίες που τείνουν προς την κεκαλυμμένη ευγονική, οι οποίες (υποβοηθούμενες προσφάτως και από την πανδημία) τείνουν να γίνουν αχαλίνωτες. Θυμάμαι, λόγου χάρη, δηλώσεις του εν ενεργεία Κυβερνήτη της Φλόριντα και διεκδικητή του προεδρικού χρίσματος των Ρεπουμπλικάνων για τις επικείμενες αμερικανικές εκλογές, Ρον ΝτεΣάντις (αν και προ ολίγων ημερών παραιτήθηκε της προεκλογικής εκστρατείας του), με τις οποίες αντιδρούσε σε τυχόν περαιτέρω μέτρα προστασίας από τον κορονοϊό, διατρανώνοντας την «επιθυμία» του να αφεθούν οι ευάλωτοι και οι ηλικιωμένοι στη μοίρα τους, λόγιζοντας την όλη φάση ως πρώτης τάξεως ευκαιρία για αναδιάρθρωση των συνταξιοδοτικών ταμείων και του συστήματος υγείας! Όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει, δηλαδή, ή… τι να τις κάνουμε τις ΜΕΘ (για να θυμηθούμε και τις δικές μας «επιτυχίες»), σε μία ιδιαίτερα ύπουλη μορφή λανθάνουσας μαζικής ευθανασίας, που συντελείται εν αγνοία της πλειοψηφίας των μελλοθάνατων.
Εν προκειμένω, το κακό είναι πως οι συγκεκριμένοι προβληματισμοί προκύπτουν ως αποκλειστικά δικοί μου και σχεδόν… καθόλου του σεναρίου. Η Χαγιακάουα παρακολουθεί τους τρεις βασικούς χαρακτήρες του «Πλάνου 75», ήτοι μία μοναχική εβδομηνταοκτάχρονη που αποφασίζει να ενταχθεί στο πρόγραμμα, μία νεαρή νοσοκόμα από τις Φιλιππίνες που αναλαμβάνει να φροντίσει τους «πελάτες» και έναν νεαρό υπάλληλο, τα καθήκοντα του οποίου έχουν να κάνουν με τη ρουτινιάρικη, γραφειοκρατική πτυχή του χρονοδιαγράμματος, μέσω της τεχνικής των πολλαπλών οπτικών γωνιών. Τούτο αφαιρεί ολοκληρωτικά την όποια αλληλεπίδραση θα μπορούσαν να έχουν τα πρόσωπα του δράματος, κάνοντας τη στιβαρή σεναριακή δομή να μοιάζει με άγνωστο τόπο για την ταινία.
Η εξ αποστάσεως παρακολούθηση της καθημερινότητας των εμπλεκόμενων τούτου του «Πλάνου» επιχειρεί ν’ αναδείξει το αδιανόητο μιας τέτοιου είδους «κανονικοποίησης» (ειδικά στην περίπτωση που ο καλός κρατικός υπάλληλος συνειδητοποιεί πως πρέπει να διεκπεραιώσει τον «φάκελο» ενός θείου του), εν τούτοις, καταλήγει ν’ αποτελεί σημαντικότατη αδυναμία του φιλμ. Η αφηγηματική αποσπασματικότητα δεν επιτρέπει το συναισθηματικό δέσιμο με κανέναν εκ των χαρακτήρων, ούτε αναδεικνύει το τραγικό του όλου πράγματος, καθώς δεν εντάσσεται ουσιαστικά στη διαμορφωθείσα συνθήκη με τον τρόπο που (για παράδειγμα) η παράδοση μιλούσε στην ανάλογη «Μπαλάντα του Ναραγιάμα» (1983). Κάπως έτσι, το φιλμ μοιάζει ν’ αρκείται στη δημιουργία προβληματισμών εν είδει τροφής για σκέψη, δίχως να δείχνει διάθεση (ή και ικανότητα) για κάτι πέραν του εν γένει «φανταστικού πειράματος».