ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (2012)
(PARADIES: LIEBE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ούλριχ Ζάιντλ
- ΚΑΣΤ: Μαργκαρέτε Τίζελ, Ίνγκε Μάουξ, Πίτερ Καζούνγκου, Γκάμπριελ Μουάρουα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Μεσήλικη Αυστριακή κυρία, που ακούει στο όνομα Τερέζα, αποφασίζει να δοκιμάσει το… σεξοτουρισμό για τις φετινές της διακοπές, στην πρώτη ταινία της «τριλογίας του Παραδείσου» του Ούλριχ Ζάιντλ, που φιλοδοξεί να αναλύσει τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής. Ο Παράδεισος είναι, όντως, πολύ μακριά.
Αυτό που ετοίμασε ο – πάντα σοκαριστικός – Ούλριχ Ζάιντλ για το 2012 είναι η «τριλογία του Παραδείσου». Κάθε ταινία της τριλογίας ακολουθεί μία γυναίκα στις διακοπές της, με τον «Παράδεισο του Έρωτα» να αποτελεί το πρώτο μέρος της σειράς. Οι δύο επόμενες ταινίες είναι το «Παράδεισος της Πίστης», το οποίο ακολουθεί την αδελφή της Τερέζα στη θρησκευτική της σταυροφορία, και το «Παράδεισος της Ελπίδας», το οποίο μόλις έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στη φετινή Berlinale και αφορά την παραμονή της κόρης της Τερέζα σε μία κατασκήνωση απώλειας βάρους για παχύσαρκους.
Όπως και στο παρελθόν, ο Ζάιντλ παραμένει πιστός στο ψευδο-ντοκιμαντερίστικο ύφος του, αξιοποιώντας πλήρως την αίσθηση της αμεσότητας που αποκόμισε από την καριέρα του ως ντοκιμαντερίστας. Η κάμερά του ακολουθεί από – αποπνικτικά – κοντά τους πρωταγωνιστές του, τους γδύνει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και συνεχίζει να προχωράει όλο και πιο βαθιά, μέχρι να φτάσει στον πάτο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η Τερέζα, όταν τη συναντούμε στην αρχή είναι μια μέση Αυστριακή γυναίκα, χαμένη στην καθημερινότητά της ως φροντιστής παιδιών με ειδικές ανάγκες. Για τις διακοπές της, αποφασίζει για πρώτη φορά να πάει στην Κένυα, όπου οι «φιλόξενοι» κάτοικοι υπόσχονται πολλά περισσότερα από όσα περιλαμβάνει ο όρος «εγκάρδια φιλοξενία». Η ίδια είναι, όμως, μια γυναίκα που ψάχνει την αγάπη, που επιθυμεί να την κοιτάζουν στα μάτια όσο χαϊδεύουν το (πεσμένο) στήθος της και που δεν είναι εξοικειωμένη με την ιδέα του τυχαίου σεξ. Ως αποτέλεσμα, ο κόσμος που αναπόφευκτα θα συναντήσει θα έχει ιδιαίτερη επίδραση πάνω της και, με τον τυπικό τρόπο του Ζάιντλ, θα σπρώξει στα όρια την έννοια της αξιοπρέπειάς της και της ανθρώπινης αξίας, γενικότερα.
Με έναν περίεργο τρόπο, ο «Παράδεισος του Έρωτα» συστήνεται ως κωμωδία στο θεατή. Και, όντως, οι αρχικές σκηνές θυμίζουν μια κωμωδία καταστάσεων, όπου οι ερωτικές περιπέτειες της Τερέζα προκαλούν το μειδίαμα και στη συνέχεια το τρανταχτό γέλιο. Σταδιακά, όμως, η συνειδητοποίηση της τραγικότητας της κατάστασης γίνεται όλο και πιο εμφανής, όλο και πιο κραυγαλέα. Το γέλιο γίνεται άβολο και ένοχο και, ενώ υπάρχουν στιγμές που προκαλείται πηγαία, ταυτόχρονα αναδύεται και μια βαθιά αντίληψη ότι το αντικείμενο σχολιασμού είναι απλά «λάθος».
Η Τερέζα στο τέλος της διαδρομής δε θα είναι η ίδια, όμως, το ταξίδι αυτό της συνειδητοποίησης θα έρθει παράλληλα με τεράστιο ψυχικό κόστος. Η Μαργκαρέτε Τίζελ αποτυπώνει με ακρίβεια τη διαδρομή της ηρωίδας της και μεταδίδει απόλυτα τις ανάγκες και τις επιθυμίες της, ενώ ρίχνεται άφοβα στην πραγματικότητα που της ορίζει ο Ζάιντλ, όπως φυσικά επιβάλλεται για κάθε χαρακτήρα του σύμπαντός του. Η συμμετοχή της στην ανάπτυξη της Τερέζα είναι καθοριστική, καθώς μεγάλο μέρος της ερμηνείας της είναι αυτοσχεδιαστικό (άλλη μία συνήθης ελευθερία που δίνει στους πρωταγωνιστές του ο σκηνοθέτης).
Φυσικά, ταινία του Ζάιντλ χωρίς αντιδράσεις είναι σα ρομαντική κομεντί δίχως love story. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο «Παράδεισος του Έρωτα» προκάλεσε αρκετό σχολιασμό σχετικά με την ενδεχομένως ρατσιστική του στάση απέναντι στον αφρικανικό πληθυσμό. Ενώ αρχικά οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί δε φαίνονται και εντελώς αβάσιμοι, μια προσεχτική ματιά στη φιλμογραφία του Ζάιντλ μπορεί να αποδείξει ότι ο σκηνοθέτης δεν κινείται ποτέ στοχευμένα. Είτε πρόκειται για τον αφρικανικό πληθυσμό, είτε για τους μικροαστούς της Αυστρίας, ο εκκεντρικός δημιουργός, σε κάθε περίπτωση, προσπαθεί να ανακαλύψει τι είναι αυτό που προκαλεί την εκδήλωση της χειρότερης πλευράς του ανθρώπου. Μπορεί κάποιος να τον κατηγορήσει ότι δε φαίνεται να αγαπά ιδιαίτερα τους πρωταγωνιστές του, όμως, να τον πει ρατσιστή είναι κάπως υπερβολικό.
Βέβαια, το συνεχές ερώτημα του αν το σινεμά αυτό οδηγεί κάπου, εξακολουθεί να υφίσταται. Ο κύριος αντίλογος προς τις ταινίες του Ζάιντλ είναι το αν υπάρχει ουσιαστικός λόγος για την κινηματογράφηση όλης αυτής της μιζέριας και της ηθικής κατάπτωσης. Ο προβληματισμός αυτός έχει βάση και, μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ζάιντλ έχει πια τελειοποιήσει τη φόρμα του, το θέμα είναι πλέον να την ξεπεράσει.