Ο ΜΑΝΑΒΗΣ (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 82ʼ
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
O Νίκος Αναστασίου με το φορτηγό του και την οικογένειά του, εδώ και 26 χρόνια, ανεβαίνει στα χωριά της ορεινής (και δύσβατης) Πίνδου, όπου προσφέρει στους απομονωμένους και ηλικιωμένους, κυρίως, πελάτες του, εκτός από τα προϊόντα του, ένα παράθυρο στον έξω κόσμο. Διαδικασία που δεν μπορεί να σταματήσει ούτε η οικονομική κρίση.
Διότι, ναι, κάπου στο φόντο και αυτού του ντοκιμαντέρ δεσπόζει η σκιά της οικονομικής κρίσης, που αναγκάζει τους πελάτες αυτού του ιδιαίτερου «Μανάβη» να μετράνε ένα – ένα τα ευρώ τους. Ευτυχώς, όμως, η ταινία δεν αφορά ακριβώς αυτό, καθώς ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος επιστρέφει στα μέρη της καταγωγής του και βάζει το επίκεντρο στον ίδιο τον άνθρωπο και όχι τις πολιτικο-οικονομικές συνθήκες. Και το κάνει διατηρώντας πάντα την αισιοδοξία του.
Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τον κύριο Αναστασίου και την οικογένειά του κατά τη διάρκεια ενός έτους, με αφετηρία και κατάληξη το χειμώνα, καθώς, σχεδόν τελετουργικά, επαναλαμβάνουν για 26 χρόνια το ίδιο δρομολόγιο στα χωριά της ορεινής Πίνδου. Χωρίς να υπάρχει επιπλέον «φτιασίδωμα» στη δομή, το φιλμ αποτελεί ουσιαστικά ένα σύνολο μικρών, καθημερινών επεισοδίων, τα οποία χτίζουν, τελικά, ένα συμπαθητικό μωσαϊκό χαρακτήρων, αυθεντικών και άμεσων, που αποτελούν ένα καλοδεχούμενο αντίβαρο στην γκρίνια και την αστική απογοήτευση.
Με μόνη ηχητική συντροφιά τους ήχους της φύσης, τα δημοτικά τραγούδια από το μεγάφωνο του φορτηγού που αναγγέλλουν την άφιξη του μανάβη στο χωριό και τη μελωδική φωνή ενός καλλίφωνου πελάτη, ο Κουτσιαμπασάκος δεν έχει λόγο να παρέμβει, απλά να γίνει ο παρατηρητής και ακροατής όλων αυτών των ανθρώπων, ακριβώς όπως έκανε ήδη από τα πρώτα μικρού μήκους εγχειρήματά του. Αυτό του δίνει τη δυνατότητα να παρουσιάσει όχι μια άλλη Ελλάδα, αλλά τον απόηχο εκείνης της αισιόδοξης και χαμογελαστής πραγματικότητας, που θα έπρεπε να μην εγκαταλείπεται.
Λόγω της επεισοδιακής δομής, κάποια σημεία φαίνονται επαναλαμβανόμενα και χωρίς σταθερό ρυθμό. Επίσης, το περιεχόμενο δε δικαιολογεί την πλήρη διάρκεια του ντοκιμαντέρ. Οι καλύτερες στιγμές, όμως, κρύβονται στις λεπτομέρειες. Στις χιουμοριστικές στιχομυθίες των κατοίκων, στις αγγαρείες που επωμίζεται ο μανάβης γιατί είναι ο μόνος που δίνει το παρών στην περιοχή, στη συγκίνηση και την ειλικρινή θλίψη από το χαμό μιας ηλικιωμένης πελάτισσας στο διάστημα εντός δύο διαδοχικών επισκέψεων. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς, ότι ο «Μανάβης» είναι ένα εναλλακτικό (χειροποίητο, σχεδόν) road movie, που ακολούθησε ανάλογα ανορθόδοξη κινηματογραφική πορεία, περνώντας από τα Τρίκαλα και τη Θεσσαλονίκη προτού καταλήξει στα σινεμά της Αθήνας.
Το αν η ουσία του αφορά πολύ κόσμο ή όχι θα φανεί στο ταμείο, καθώς το project έχει αναμφισβήτητα προσωπικό χαρακτήρα. Διατηρεί, όμως, μια ειλικρίνεια που το κάνει αυθεντικό, επίκαιρο και κατά στιγμές συγκινητικό. Δεν προσποιείται ότι είναι κάτι το μεγαλειώδες, ούτε κάποιο επαναστατικό μανιφέστο περί κοινωνίας, κρίσης και συναφών περιστάσεων. Και αυτό είναι απόλυτα συνεπές με την έτσι κι αλλιώς διακριτική παρουσία της κάμερας του Κουτσιαμπασάκου.