ΧΩΡΙΣ ΑΓΑΠΗ (2017)
(NELYUBOV)
- ΕΙΔΟΣ: Ψυχολογικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ
- ΚΑΣΤ: Μαριάνα Σπίβακ, Αλεκσέι Ροζίν, Γιανίνα Χόπι, Ντάρια Πισάρεβα, Μάτβεϊ Νοβίκοφ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 127'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Η Ζένια και ο Μπόρις βρίσκονται σε διαδικασία διαζυγίου. Αμφότεροι έχουν προχωρήσει σε καινούργιες αγάπες και δεν μπορούν να πιστέψουν την ευτυχία τους. Συνεχίζουν να τσακώνονται, όμως. Άσχημα. Για τα πάντα. Και για τον ανεπιθύμητο, πια, 12χρονο γιο τους. Μέχρι που ο τελευταίος εξαφανίζεται ξαφνικά.
Μου πήρε χρόνο να χωνέψω και να εκτιμήσω δεόντως αυτή την ταινία. Γιατί ενώ είναι γραμμένη, σκηνοθετημένη και ερμηνευμένη λιτά και ρεαλιστικά, ως ατόφιο κομμάτι αβάσταχτα οικείας καθημερινότητας, εξελίσσεται σαν χιτσκοκικό θρίλερ, με τον ανεπιθύμητο γιο να σε παρασύρει στα δρώμενα σαν ένα εύστοχο, ακαταμάχητο MacGuffin.
Όπως η Μάριον Κρέιν μετά των 40.000 δολαρίων στο «Ψυχώ», ο μικρός, μελαγχολικός Αλιόσα είναι το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα που μας υποδέχεται στο παγωμένο σύμπαν αυτής της ταινίας. Έχει μόλις σχολάσει και χωρίς να ανταλλάξει ούτε νεύμα με κάποιον συμμαθητή του, επιστρέφει μόνος στο σπίτι μέσα από το χιονισμένο πάρκο, τα στατικά, ήσυχα πλάνα του οποίου είχαν αποτελέσει, λίγα λεπτά πριν, την αφετηρία του φιλμ. Ο Αλιόσα δεν βιάζεται. Κάθε άλλο. Μια κιτρινόμαυρη πλαστική ταινία (από αυτές που χρησιμοποιεί η αστυνομία για να περιβάλλει τον τόπο ενός εγκλήματος ή ο Δήμος σε περιπτώσεις κοινωφελών εργασιών) στη βάση ενός δέντρου τού αποσπά την προσοχή. Η camera ζουμάρει στη μικρή κουφάλα του δέντρου, καθώς ο Αλιόσα μαζεύει την ταινία, πριν τον ακολουθήσει στο «παιχνίδι» του: με τη βοήθεια μια πέτρας, την κρεμά από το κλαδί ενός άλλου δέντρου. Τι «οχύρωνε» αυτή η ταινία; Ένα αποτρόπαιο έγκλημα ή εργασίες ρουτίνας; Και γιατί ο μικρός δεν βιάζεται να επιστρέψει σπίτι, παρά το χιόνι, το κρύο και τον αέρα;
Μετά το cut, ο Αλιόσα είναι πλέον σπίτι, πάλι μόνος και μελαγχολικός, χαζεύει βουβά την γκρίζα και λευκή θέα έξω από το παράθυρο του δωματίου του. Η μητέρα του τον ειδοποιεί πως θα έρθει κόσμος να δει το προς πώληση σπίτι, αλλά εκείνος αδιαφορεί. Όταν αργότερα τον μαλώνει που δεν υποδέχεται ευγενικά τους πιθανούς αγοραστές, εγκαταλείπει θυμωμένος το δωμάτιό του, χτυπώντας την πόρτα. Τι και γιατί συμβαίνει σε αυτό το παιδί; Όταν ο πατέρας του επιστρέψει προσωρινά στο σπίτι για να συνεννοηθεί με την εν διαστάσει σύζυγό του σχετικά με την πώληση της οικίας τους και τις λεπτομέρειες του διαζυγίου, καταλαβαίνεις ακριβώς τι και γιατί.
Στην κουζίνα, οι γονείς τσακώνονται, προφανώς για νιοστή φορά. Μεταξύ άλλων, αμφότεροι κάνουν πάσα τις ευθύνες και τις ενοχές τους για τον Αλιόσα, προσπαθώντας να συμφιλιωθούν με το γεγονός ότι πρόκειται να τον ξεφορτωθούν, βολεύοντάς τον ως οικότροφο σε στρατιωτική σχολή. Το ότι ο μικρός ακούει τη σκληρή, πικρή αντιμαχία τους, κλαίγοντας βουβά κρυμμένος στο μπάνιο, δεν χρειάζεται για να σου σπαράξει την καρδιά. Απλά, κάνει τη συναισθηματική εμπλοκή σου στα δρώμενα αυτής της ταινίας μοιραία και αμετάκλητη. Έτσι, όταν το επόμενο πρωινό το θλιμμένο παιδί φεύγει τρέχοντας από το χωρίς αγάπη σπίτι του για το σχολείο, πιστεύεις πως θα το ακολουθήσεις. Πως είναι το βάρος του δικού του πόνου που οφείλεις να μοιραστείς και όχι εκείνο της πίκρας και των ενοχών των γονιών του.
Όχι, όμως. Αυτή η σχεδόν αλαφιασμένη απόδραση του μικρού στις κοινόχρηστες σκάλες της πολυκατοικίας και μετά στον δρόμο έξω από αυτήν, είναι η τελευταία φορά που θα τον δεις. Και καθώς μάνα και πατέρας αναγκάζονται να συνεργαστούν στην προσπάθεια ανεύρεσής του, δεν μπορείς παρά να γίνεις συνένοχός τους. Σαστισμένος και σοκαρισμένος όπως αυτοί, αρχίζεις να νιώθεις την εξαφάνιση του Αλιόσα σαν ανοιχτή πληγή – ένα αιφνίδιο, αδικαιολόγητο και ανεξήγητο τραύμα. Η απουσία του γίνεται η ανωμαλία στην αφήγηση, το κενό στην εικόνα που δεν έπρεπε να είναι εκεί. Με άλλα λόγια, η μαύρη τρύπα που σε ρουφά ανεπιστρεπτί στην οδυνηρή, άπατη, άγνωστη άβυσσό της. Κι ενώ το συναίσθημα βουλιάζει αμαχητί σε αυτήν, η λογική σου αντιστέκεται.
Αντιδρά νευρικά στην ταύτιση με τους – έστω και κατά λάθος – τόσο αβάσταχτα οικείους θύτες. Θα προτιμούσε, όπως πάντα, την πολύ πιο εύκολη ταύτιση με το θύμα. Και «γκρινιάζει» για την αναγωγή τού ανεπιθύμητου γιου σε MacGuffin, όσο εύστοχη και αμετάκλητη κι αν είναι αυτή. Έτσι, τούτη η χωρίς αγάπη, χρώματα ή θέρμη, θαρρείς, ταινία βιώνεται ως Post-Traumatic Stress Disorder (PTSD πιο απλά, και Μετατραυματική Αγχωτική Διαταραχή ελληνιστί). Συναισθηματικά σε βαραίνει και σε καθηλώνει άμεσα. Για να κατοικήσει γόνιμα και τη λογική σου, όμως, ίσως χρειαστεί να της δώσεις λίγο χρόνο. Να καταλαγιάσει, να ωριμάσει μέσα σου και να σε οπλίσει με καλύτερες αισθήσεις, ώστε να νιώσεις και να καταλάβεις όλα τα μικρά, απλά, καθημερινά κι όμως τόσο μεγάλα, περίπλοκα και σπουδαία με τα οποία καταπιάνεται.
Να αναλογιστείς όλα τα ανθρώπινα και σημαντικά που θεωρούμε δεδομένα, ξεχνώντας τη θνητότητα, την ατέλεια και το εφήμερο της φύσης μας. Να αναμετρηθείς με τις σκληρές, διαχρονικές αλήθειες που παραμονεύουν σε κάθε σπιθαμή της, χωρίς ποτέ να γίνονται προφανείς ή να σου κουνούν το δάχτυλο. Να γίνει κτήμα σου, βαθιά, μέχρι το μεδούλι σου, το γεγονός ότι οι θύτες κάποτε υπήρξαν θύματα. Και θα ξαναγίνουν πάλι (βλέπε την κωμικοτραγική σκηνή της συνάντησης της Ζένια και του Μπόρις με τη γιαγιά τού Αλιόσα), σε έναν τραγικό φαύλο κύκλο μιας γνώριμης ιστορίας που επαναλαμβάνεται.