ΡΑΔΙΟ ΜΕΤΡΟΝΟΜ (2022)
(METRONOM)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλεξάντρου Μπελκ
- ΚΑΣΤ: Μάρα Μπουγκάριν, Σερμπάν Λαζαρόβιτσι, Βλαντ Ιβάνοφ, Μιχάι Καλίν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Ένα ζευγάρι εφήβων στην κομμουνιστική Ρουμανία του ’72 πρόκειται να χωριστεί, επειδή το αγόρι θα φύγει από τη χώρα. Μαζί με την παρέα τους, ακούνε την παράνομη ραδιοφωνική εκπομπή Metronom. Σε ένα από τα παράνομα parties τους, αποφασίζουν να γράψουν ένα γράμμα στον παραγωγό της εκπομπής. Τότε είναι που η Αστυνομία θα τους χτυπήσει την πόρτα…
Καταρχάς, οφείλω να αναφερθώ σε κάτι που έπαιξε με τις προσδοκίες μου, πριν δω την ταινία. Η σύντομη περιγραφή του imdb αναφέρει ότι το αγόρι θα φύγει από τη χώρα, αλλά ότι οι δύο εραστές αποφασίζουν να περάσουν τις τελευταίες μέρες τους μαζί. Η ταινία δεν είναι αυτό. Αναπτύχθηκε ως ιδέα από τον σκηνοθέτη της ύστερα από ένα ντοκιμαντέρ που έκανε για την περίοδο εκείνη και τον πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό Free Europa. Έχοντας διαβάσει μονάχα την περιγραφή του imdb, λοιπόν, ώστε να έχω όσο το δυνατόν λιγότερα spoiler περί της πλοκής, περίμενα μια εξερεύνηση ενός δυνατού έρωτα, πριν τον αναπόφευκτο χωρισμό, υπό το βάρος των ψυχροπολεμικών συνθηκών. Αντ’ αυτού, πήρα ένα χρονογράφημα για τη ζωή των εφήβων της εποχής των ‘70s, ρεαλιστικό μεν, κάπως στεγνό, καλοφτιαγμένο και κοινότοπο.
Η βασική διαφοροποίηση από τις προσδοκίες μου εντοπίζεται στο ότι η ταινία περιστρέφεται μόνο γύρω από την κοπέλα, την Άνα. Όλοι οι άλλοι χαρακτήρες είναι εκεί για να παίξουν ρόλους που έχουμε ξαναδεί σε αντίστοιχες ταινίες, να «συμπληρώνουν» την Άνα με σκοπό να την παρακολουθήσουμε ν’ αντιδρά και να κατανοήσουμε τον εσωτερικό της κόσμο. Αυτό είναι το ένα στοιχείο, το οποίο καταντά προβλέψιμο, αφού επηρεάζεται νατουραλιστικά από την υπόλοιπη πλοκή. Εδώ, έχουμε απλά μια ματιά στο πως ήταν τα πράγματα στο ανατολικό block. Έφηβοι που θέλουν να ζήσουν, φοβισμένοι γονείς κι ένα κράτος που κινητοποιεί αυτές τις συμπεριφορές μέσα από την καταπίεση που ασκεί. Κάτι για το οποίο (θα) είναι ήδη ενήμερος οποιοσδήποτε ενήλικας που… δεν ζει σε φυλή του Αμαζονίου. Οπότε, που απευθύνεται ακριβώς η ταινία; Μάλλον σε παιδιά, μ’ έναν «παππού» δημιουργό, να τα παίρνει στα γόνατά του για ένα σύντομο «ακούστε τώρα πόσο δύσκολα ήταν αυτά τα χρόνια». Ατυχώς, η επιδερμική επαφή με την Ιστορία και η τόσο αναμενόμενη αφήγηση των δρώμενων, όπως ακριβώς τα περιμένουμε, αφαιρεί πόντους από το «Ράδιο Μετρονόμ». Αν εμβάθυνε λίγο παραπάνω στις προσωπικότητες του ζευγαριού και την δική τους αλληλεπίδραση, ίσως ν’ αναδυόταν κάποιο πρωτότυπο και ανατρεπτικό στοιχείο.
Γιατί σ’ αυτή την (στερούμενη βάθους) αλληλεπίδραση των παιδιών είναι που βρίσκω τα πιο όμορφα και ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας. Το πως κάνει πλάκα η παρέα, ποιος λέει πολλά ανέκδοτα, ο αυθόρμητος τρόπος που χορεύουν και τα πειράγματα τους, ακόμη και το πώς αντιμετωπίζουν το κακό που τα βρήκε, σαν φοβισμένα κουταβάκια. Μπορεί η ρεαλιστικότητα της εποχής να μην προσφέρει κάτι το ιδιαίτερο, όμως, όλη η ουσία (η όποια ουσία, τέλος πάντων) υπάρχει στα βιώματα αυτών των εφήβων που ζουν μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο – κι αυτό δεν είναι μικρό κατόρθωμα.
Αντίστοιχα, οι ερμηνείες έχουν μια αβίαστη φυσικότητα. Σίγουρα ο Αλεξάντρου Μπελκ αναδεικνύει γνώση κι ένστικτο σε σχέση με τη διεύθυνση των ηθοποιών, σε αυτή την πρώτη μεγάλου μήκους προσπάθειά του. Αυτές οι αρετές δένονται (και) με τη μουσική. Μέσα στη μουντάδα και τα καταπιεσμένα συναισθήματα, το να βλέπουμε δέκα εφήβους να χοροπηδάνε σαν χαζά με το «Light My Fire» των Doors, προσφέρει περισσότερη σημασία στη συνείδηση του θεατή από όλη την υπόλοιπη παρατήρηση του φιλμ! Είναι, όμως, αυτό αρκετό για μια ταινία ώστε ν’ αξίζει της προσοχής μας, έστω για μιάμιση ώρα;
Σε έναν βαθμό ναι, σε έναν άλλο βαθμό όχι, καθώς και συνολικά μιλάμε για δίκοπο μαχαίρι. Ο Μπελκ κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο τμήμα του Un Certain Regard των Καννών. Μπορώ να καταλάβω γιατί. Ακολούθησε την αρχή της σωστής τεχνικής που πρέσβευε και ο Σίντνεϊ Λουμέτ. Σε κάθε έργο του, ο σκηνοθέτης πρέπει να βρίσκει τη γραμμή και το ύφος που της ταιριάζει, όχι απλά να «διακοσμεί» με ένα κάποιο στυλ. Μπορεί, λοιπόν, να μην γνωρίζουμε ακόμη το στυλ του Μπελκ (καθότι ντεμπούτο), αλλά σίγουρα οι επιλογές του ταιριάζουν σ’ αυτό το σενάριο. Μεγάλης διαρκείας πλάνα με κάμερα στο χέρι που εκμεταλλεύονται τη γεωγραφία του χώρου, αψεγάδιαστη τοποθέτηση των ηθοποιών στο κάδρο ώστε να μένουμε όσο περισσότερο γίνεται μαζί τους. Αυτό, όμως, επιμηκύνει και τις στιγμές, χωρίς να λέγονται τόσο πολλά, με την ταινία να φαίνεται (στην τελική) αρκετά μεγαλύτερη απ’ ότι είναι. Ως αποτέλεσμα, όσο ο χρόνος δεν περνά, τόσο μεγαλώνει και η κοινοτοπία της. Συμπέρασμα: γιατί να κάθομαι να βλέπω πράγματα που (έστω και στοιχειωδώς) γνωρίζω, που προβλέπω που θα καταλήξουν (προφανώς, η ανατροπή δεν έρχεται ποτέ), με μάλλον… αργό και βασανιστικό ρυθμό;