ΝΑ ΣΟΥ ΓΝΩΡΙΣΩ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ (2023)
(MAYBE I DO)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικλ Τζέικομπς
- ΚΑΣΤ: Νταϊάν Κίτον, Ρίτσαρντ Γκιρ, Σούζαν Σαράντον, Γουίλιαμ Μέισι, Έμμα Ρόμπερτς, Λουκ Μπρέισι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Η Μισέλ και ο Άλεν είναι τόσο ερωτευμένοι που σκέφτονται σοβαρά τον γάμο και θέλουν να το ανακοινώσουν στους γονείς τους. Το κάλεσμα για δείπνο γίνεται, αλλά οι τελευταίοι θα βρεθούν προ… δυσάρεστων εκπλήξεων!
Δεν το περιμένεις έτσι αυτό το φιλμ! Κι αυτό ίσως ξενίσει μερίδα θεατών που θα βγουν με διάθεση να απολαύσουν τούτο το ονομαστό καστ σε μία στερεοτυπική κομεντί σχέσεων, από εκείνες που… ξεχνιούνται μόλις τελειώσει η ταινία, η γρανίτα ή το ποτήρι του αλκοόλ στο θερινό σινεμά. Δεν έχουμε να κάνουμε με τέτοια περίπτωση εδώ. Όχι ότι το «Να σου Γνωρίσω τους Γονείς μου» πρόκειται να θεωρηθεί ποτέ ως κάτι το αξιομνημόνευτο, όμως, η γραφή του δεν είναι (και) του πεταματού!
Η «παραδοξότητα» της ταινίας εντοπίζεται στη σεναριακή γραφή του Μάικλ Τζέικομπς, με το έργο να προέρχεται από το θέατρο και την πρόζα του να μαρτυρά κάτι διαμετρικά αντίθετο από την ελαφρότητα των ανάλογων φιλμικών παραγωγών του Χόλιγουντ. Εδώ έχουμε διαλόγους. Τοποθετήσεις γύρω από τη ζωή, τις σχέσεις, το ζευγάρωμα κι αυτό το «μέχρι ο θάνατος να μας χωρίσει». Πόσο ισχύουν και πόσο αξίζουν όλα αυτά; Υπάρχουν πραγματικά ή διαιωνίζονται από κάποιας μορφής ανθρώπινη υποχρέωση; Σε μερικούς θεατές, τα όσα λέγονται σε τούτο το φιλμ θα φανούν σχηματικά και εξεζητημένα, θα υπάρξουν όμως κι εκείνοι που θα τα δεχθούν σαν «τροφή» για σκέψη και αφορμές για να το φιλοσοφήσουν κατόπιν της προβολής. Με έναν περίεργο τρόπο, θεωρώ και τις δύο αντιδράσεις… τίμιες!
Ο Τζέικομπς ξεκινά την ταινία με δύο παράλληλες δράσεις, στις οποίες η Νταϊάν Κίτον φλερτάρει επιπόλαια με τον Γουίλιαμ Μέισι σ’ ένα art-house cinema (όπου παρακολουθούν ένα μπεργκμανικού… ψυχαναγκασμού σκανδιναβικό δράμα) και κατόπιν (εντελώς άδοξα) σ’ ένα motel, ενώ ο Ρίτσαρντ Γκιρ και η Σούζαν Σαράντον μόνο σεξ δεν καταλήγουν να κάνουν σ’ ένα κρεβάτι χλιδάτου ξενοδοχείου. Σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης της Νέας Υόρκης, η Έμμα Ρόμπερτς και ο Λουκ Μπρέισι τσακώνονται σ’ ένα γαμήλιο party διότι εκείνος πετάχτηκε ξαφνικά από το πουθενά και της άρπαξε την ανθοδέσμη της νύφης, προκαλώντας την υστερική αντίδραση της πιθανότατα μέλλουσας συζύγου του. Την επόμενη μέρα, το νεαρό ζευγάρι επιχειρεί την εκεχειρία μέσω δείπνου στο οποίο θα γνωριστούν μεταξύ τους και οι γονείς τους, ελπίζοντας η ώριμη άποψή τους για τον γάμο να γίνει ο ιδανικός σύμβουλός τους. Καταλαβαίνετε που πηγαίνει όλο αυτό, έτσι; Η Κίτον είναι παντρεμένη με τον Γκιρ και η Σαράντον με τον Μέισι.
Η παράσταση «Cheaters» είχε ανέβει στο Broadway το 1978 και δεν είχε αντέξει πάνω από έναν ολόκληρο μήνα στη σκηνή, απογοητεύοντας τον τότε 22χρονο (!) Τζέικομπς. Παραδόξως, ο μελαγχολικός τόνος στις αρκετά πνευματώδεις ατάκες των δύο ώριμων ζευγαριών της φιλμικής διασκευής δείχνει να ταιριάζει περισσότερο στο ύφος του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά της δεκαετίας του ’90, «παντρεύοντας» ταυτόχρονα το ακόμη πιο παλαιομοδίτικο καταστασιακό της comédie de boulevard! Το ότι όλα αυτά μπλέκονται μαζί και το αποτέλεσμα δεν οδηγεί σε… κανονικό ναυάγιο, είναι το πλέον αξιέπαινο κατόρθωμα της ταινίας, στην οποία συμβάλουν ουσιαστικά οι τόσο έμπειροι πρωταγωνιστές, υποδυόμενοι χαρακτήρες που δεν μοχθούν να προκαλέσουν μονάχα φτηνά και ρουτινιάρικα γελάκια. Το τελευταίο είναι συχνά επιθυμητό και αναμενόμενο από τέτοιου είδους έργα, γι’ αυτό κι εγώ θεωρώ πρέπον να προειδοποιήσω το κοινό που θα επιλέξει να δει το «Να σου Γνωρίσω τους Γονείς μου»: μην περιμένετε μια σκέτη σαχλαμαρίτσα της… «σκοτωμένης» μιάμισης ώρας.