MANDY (2018)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Αγωνίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάνος Κοσμάτος
- ΚΑΣΤ: Νίκολας Κέιτζ, Άντρεα Ράιζμποροου, Λάινους Ρόουτς, Όλγουεν Φουέρε, Ρίτσαρντ Μπρέικ, Νεντ Ντένεχι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 121'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Η ειδυλλιακή ζωή ενός ζευγαριού θα διαταραχθεί βίαια όταν ένα τσούρμο θρησκομανών χίπηδων βάλει στο μάτι τη σύζυγο, με απώτερο σκοπό την απαγωγή της για λόγους… πνευματικής αφύπνισης του group. Η κατάβαση προς την Κόλαση έχει μόλις ξεκινήσει.
Οκτώ χρόνια μετά το εφιαλτικό, υπερ-στυλιζαρισμένο ντεμπούτο του με το «Beyond the Black Rainbow», ο Πάνος Κοσμάτος επιστρέφει με καινούργιο φιλμ που όχι μόνο δεν αποποιείται τις cult σκηνοθετικές ρίζες του, αλλά επιχειρεί και μια στροφή προς πιο παραδοσιακά μονοπάτια πλοκής, με μια καθαρόαιμη ιστορία εκδίκησης στον πυρήνα της, η οποία αφηγηματικά στέκει πολύ πιο στέρεη, σε σύγκριση τουλάχιστον με το αλλόκοτο σύμπαν της πρώτης ταινίας του. Παρά το γεγονός πως αυτή αποτελεί μόλις τη δεύτερη δουλειά του Κοσμάτου, σε επίπεδο τόσο σκηνοθετικό όσο και ιδέας (το σενάριο το υπογράφει από κοινού με τον Άαρον Στιούαρτ-Αν), το «Mandy» έχει καταφέρει ήδη να αποκτήσει φανατικό κοινό και ένα διαχρονικό cult status, απόρροια του ξεχωριστού κινηματογραφικού στυλ του Ιταλο-Καναδού (γιου του Τζορτζ Κοσμάτος και με ελληνικές καταβολές, βεβαίως) δημιουργού, που εδώ ωθεί την ψυχεδελική του ματιά ένα βήμα παραπέρα, συνοδευόμενη μάλιστα και από την καλύτερη ερμηνεία του Νίκολας Κέιτζ που έχεις δει εδώ και (κάμποσο) καιρό.
Ο Ρεντ (Κέιτζ) ζει με τη σύζυγό του Μάντι (Ράιζμποροου) σε ένα απομονωμένο σπίτι στη μέση ενός δάσους, μοιράζοντας τις ώρες τους μεταξύ δουλειάς και οικιακού χαλαρώματος μπροστά από την TV, συνοδεία επιλεκτικής τρασαδούρας. Ένα βράδυ, μια συμμορία «δαιμονικών» BDSM μηχανόβιων εισβάλλει στο σπίτι και αρπάζει τη Μάντι υπό τις εντολές και τις ευλογίες του Τζερεμάια (Ρόουτς), του παραληρηματικού αρχηγού μιας hardcore θρησκευτικής αίρεσης. Όταν τα πράγματα δεν εξελιχθούν όπως ακριβώς τα υπολόγιζε ο Τζερεμάια, μετά την ολοκληρωτική και εξευτελιστική απόρριψή του ως «νέου Μεσσία» από τη Μάντι, ο Ρεντ θα βρεθεί ξαφνικά μπροστά σε μια φρικτή πραγματικότητα που κουρνιάζει μέσα του σαν πυρωμένο σίδερο (#diplhs). Η προσωπική εκδίκηση είναι πλέον ένας μονόδρομος πνιγμένος στο αίμα, τη φωτιά και τις τρικυμιώδεις αναμνήσεις της παντοτινής αγάπης.
Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Το «Mandy» δεν αποτελεί κινηματογραφική επιλογή για όσους δεν αγαπούν το είδος των B-movies, αφού στην ουσία του αποτελεί αυτό ακριβώς, ένα φιλμ pulp καταβολών, άμεσα επηρεασμένο από το είδος του αιματηρού exploitation που μεσουράνησε στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Ο Κοσμάτος επανέρχεται εδώ full του στυλιζαρίσματος με μια ιστορία εκδίκησης λίγο πολύ γνωστή, που όμως απογειώνεται αισθητικά χάρη στην πυρετώδη φωτογραφία του Μπέντζαμιν Λόουμπ. Εκτός από ιστορία εκδίκησης, το «Mandy» είναι και μια ταινία για τα… ναρκωτικά, με την κάθε σκηνή να αποτελεί και μια νέα παραισθησιογόνο εμπειρία για τον θεατή, βουτηγμένη σε ψυχεδελικά φούξια φίλτρα, strobe φωτισμούς στα όρια της επιληψίας και πολύχρωμα lens flares με εκτυφλωτικές εξάρσεις που εντείνουν ακόμη περισσότερο την αίσθηση ότι παρακολουθείς «το κακό» τριπάρισμα ενός τυχαίου τύπου με LSD. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν είναι τυχαίο εδώ. Αντιθέτως, τα πάντα μαρτυρούν προσήλωση στη λεπτομέρεια: από τις σκόρπιες αναφορές σε horror αριστουργήματα (η περιοχή όπου ζει το ζευγάρι ονομάζεται Crystal Lake, μια εύφημος μνεία στο «Friday the 13th», ενώ μια από τις BDSM στολές των κακοποιών παραπέμπει ξεκάθαρα στον Pinhead του «Hellraiser») και τον έξοχο σχεδιασμό παραγωγής δια χειρός Υμπέρ Πουΐγ, μέχρι τις… heavy metal animation σεκάνς του Banjo Studio και τη φευγάτη μουσική του (αδικοχαμένου) Γιόχαν Γιόχανσον, τούτο το φιλμ ξέρει ακριβώς τι είναι και αυτό το καθιστά μια εμπειρία άχαστη για τους λάτρεις του είδους.
Ειδική αναφορά αξίζει και στις πρωταγωνιστικές παρουσίες, με τον Κέιτζ να δίνει μια από τις γνωστές φρενήρεις ερμηνείες του, αν και μπολιασμένη με μια συναισθηματικότητα που σπανίως βλέπουμε πια από αυτόν. Αν και ο ίδιος δεν είχε αποτελέσει την πρώτη επιλογή του Κοσμάτου για τον ρόλο του Ρεντ (ο σκηνοθέτης τον ήθελε για εκείνον του αρχηγού της αίρεσης!), ο Κέιτζ απέδειξε τελικά, κατόπιν μεσολάβησης του παραγωγού… Ελάιτζα Γούντ (ποιος ήρθε;), πως αποτελούσε εξαρχής την καλύτερη και πιο τίμια επιλογή ηθοποιού για έναν ρόλο – εξιλέωση όπως τούτος εδώ. Γοητευτική στο πέρασμά της και η Άντρεα Ράιζμποροου, σε ολική μεταμόρφωση με μακριά μαύρα μαλλιά και θλιμμένα μάτια, μια σχεδόν απόκοσμη παρουσία μέσα στο χρωματιστό «σκοτάδι» του φιλμ όπου στέκει ακλόνητη μέχρι τέλους σαν άλλη ψυχοτροπική «Belladonna of Sadness». Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και ο Λάινους Ρόουτς στον ρόλο του ψευδοπροφήτη Τζερεμάια Σαντ, σε μια θριαμβευτικά αρρωστημένη ερμηνεία που δεν χωρά αμφιβολίες για την ολόσωστη διανομή η οποία ενισχύει το όλο εγχείρημα.