FreeCinema

Follow us

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (2013)

(LA DANZA DE LA REALIDAD)

  • ΕΙΔΟΣ: Σουρεαλιστική Αυτοβιογραφία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλεχάντρο Χοντορόφσκι
  • ΚΑΣΤ: Μπρόντις Χοντορόφσκι, Πάμελα Φλόρες, Χερεμίας Χέρσκοβιτς, Αλεχάντρο Χοντορόφσκι, Μπαστιάν Μπόντενχοφερ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE

Στη μικρή πόλη της Τοκοπίγια, ο μικρός Αλεχάντρο Χοντορόφσκι καθοδηγείται από τον μελλοντικό εαυτό του στην ενηλικίωση, όσο γύρω του η πραγματικότητα διαμορφώνεται από τις αναμνήσεις, τις επιδιώξεις και τους φόβους του, σε μια (μερικώς) αυτοβιογραφία που μπλέκει τη φαντασία, τον μύθο, τον σουρεαλισμό και όλη τη μαγεία που έχουμε μάθει να περιμένουμε από το σινεμά τού Χοντορόφσκι.

Λίγοι σκηνοθέτες έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν στη φιλμογραφία τους μια τόσο διακριτή φωνή, ένα τόσο ιδιαίτερο αλλά ξεκάθαρο προσωπικό στίγμα (και μάλιστα με μία άκρως περιεκτική αλλά ολιγάριθμη φιλμογραφία) όσο ο Αλεχάντρο Χοντορόφσκι. Αιρετική, πληθωρική, προκλητική αλλά και με διάθεση να φωτίσει όλα εκείνα τα σωματικά, ψυχικά ή πνευματικά ελαττώματα που κάποιοι θα επέλεγαν να κρατήσουν στο σκοτάδι, η ματιά τού Χοντορόφσκι ανέκαθεν αρνιόταν τα συμβιβαστεί (με εξαίρεση την τελευταία του ταινία, το «The Rainbow Thief» του 1990, την οποία ουσιαστικά αποκήρυξε) ή να ακολουθήσει το κοινώς αποδεκτό κινηματογραφικό ρεύμα, αποτελώντας ουσιαστικά όχι μόνο μια έκρηξη δημιουργικότητας κάθε φορά, στοιβάζοντας ιδέες πάνω σε ιδέες που αφορούσαν την ιστορία, την πολιτική, τη θρησκεία, την οικογένεια και τελικά τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά και μια συνεχή πηγή έμπνευσης των σύγχρονων σκηνοθετών, οι οποίοι δεν παραλείπουν να τον ευχαριστούν στους τίτλους τέλους (όπως έκανε ο Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν τόσο στο «Drive» όσο και στο «Μόνο ο Θεός Συγχωρεί»).

Στον «Χορό της Πραγματικότητας» ο Χοντορόφσκι επιχειρεί να γυρίσει το δικό του «8½», να εξηγήσει τι γέννησε το σύμπαν του, να κοιτάξει το σουρεαλιστικό φιλμικό παρελθόν και να γεμίσει τα κενά με τα φαντάσματα των ίδιων του των ταινιών, σπάζοντας τη σιωπή 25 χρόνων. Γι’ αυτόν τον λόγο, στην ταινία του δεν είναι απλά ο αφηγητής αλλά και ο καθοδηγητής τού νεαρότερου εαυτού του προς το μέλλον (ακούγεται γλαφυρό αλλά, προς τιμήν του, αποδεικνύεται αρκούντως τραχύ και αποτελεσματικά άμεσο), μέσα από μια εκκεντρική, γεμάτη φανταστικές πινελιές καθημερινότητα και ιστορικά γεγονότα που θα μπορούσαν να αποτελούν κομμάτι ενός σκοτεινού παραμυθιού. Όσοι έχουν ήδη γνωρίσει τον κόσμο τού σκηνοθέτη, θα νιώσουν από την αρχή οικεία. Η εξερεύνηση της σχέσης πατέρα – γιου, η σύγκρουση απολυταρχισμού και θρησκευτικότητας, η γεμάτη παραμορφωμένους και τραυματισμένους κοινωνία, η εσωτερική αναζήτηση, το στοιχείο του σουρεαλισμού και της μαγείας σε κάθε έκφανση της ζωής, οι πολύχρωμες γωνίες ενός κατά βάση σκοτεινού κόσμου, βρίσκονται όλα εδώ. Αυτό, όμως, που κάνει τη διαφορά είναι η έντονα φορτισμένη συναισθηματική ματιά, που δίνει έναν δραματικό έως και κυριολεκτικά οπερετικό τόνο σε όλη την ιστορία (ο χαρακτήρας της μητέρας ερμηνεύει όλες τις ατάκες του σαν να εκφωνεί άριες), κάνοντας το φιλμ απόλυτα προσωπικό και, τελικά, συγκινητικό.

Η προσωπική ματιά είναι πιο έντονη στο πρώτο μισό, που ουσιαστικά αποτελεί και το πιο αυτοβιογραφικό κομμάτι της ταινίας. Η προσπάθεια του Χοντορόφσκι να συμβιβαστεί με την εικόνα του πατέρα του, τον οποίο προφανώς θαυμάζει και μισεί στον ίδιο βαθμό, τον ωθεί σε μια αφήγηση που ενσωματώνει την καταγωγή του, τις πολιτικές πεποιθήσεις του και την αυστηρότητά του σε μία ιστορία ενηλικίωσης (ή, ενδεχομένως, και απώλειας), η οποία, όμως, αρνείται να χωρίσει τον κόσμο σε καλό και σε κακό και είναι συνεχώς έτοιμη να αναγνωρίσει όλες τις πτυχές ενός ανθρώπου. Παραδείγματος χάριν, όσο κι αν ο Χάιμε Χοντορόφσκι (τον οποίο ερμηνεύει ο γιος τού Αλεχάντρο, Μπρόνις, συνεχίζοντας την παράδοση της χοντοροφσκικής οικογενειακής παράδοσης) κατηγορεί τον γιο του για τη φαινομενικά θηλυπρεπή συμπεριφορά, άλλο τόσο θέλει να τον προστατέψει από το «κακό» τού κόσμου ως «καλός πατέρας» ενώ, ταυτόχρονα, όσο κι αν οι ακρωτηριασμένοι επαίτες ζητούν (και κερδίζουν) τη συμπόνια, είναι πολύ πρόθυμοι να ξεσπάσουν σε ένα αντισημιτικό παραλήρημα όταν οι συνθήκες το ευνοούν.

Το δεύτερο μισό, αντιθέτως, είναι περισσότερο μυθοπλαστικό, ακολουθώντας τον πατέρα του σε μία σταυροφορία (η οποία δε συνέβη ποτέ) εναντίον της δικτατορίας του Κάρλος Ιμπάνιες ντελ Κάμπο, όμως εξακολουθεί να εξερευνά αυτή τη σχέση πατέρα – γιου, η οποία διαμόρφωσε όχι μόνο αυτή την ταινία αλλά και ουσιαστικά ολόκληρη την καριέρα του. Και αυτή δεν είναι η μόνη αναφορά στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη. Πέρα από την προαναφερθείσα και πολύπλοκη σχέση που θυμίζει «El Topo», υπάρχει η κοινωνιολογική αποτύπωση του «The Holy Mountain», ακόμα και η θεματική των νεκρών χεριών, η οποία παραπέμπει άμεσα στο «Santa Sangre». Πάνω από όλα, όμως, στον «Χορό της Πραγματικότητας» υπάρχει ο διάχυτος μυστικισμός όλων των ταινιών του Χοντορόφσκι, που ακόμα κι αν δεν ευνοείται από τα καλά ψηφιακά εφέ (η σκηνή των γλάρων, λόχου χάρη, επιβαρύνεται αρκετά από τους περιορισμούς του budget – μήπως εκεί οφείλεται το ξέσπασμα στην αρχή του ίδιου του σκηνοθέτη κατά των χρημάτων;), δηλώνει πάντα το «παρών» για να αποκαλύψει την κρυμμένη δύναμη ενός μυθικού (αλλά και απόλυτα βασισμένου στην ιστορική πραγματικότητα) κόσμου, ίσως όπως μαρτυρά και το ίδιο το φινάλε, με τις μορφές όλων των χαρακτήρων χαραγμένες στο χαρτόνι και τον ίδιο τον σκηνοθέτη σε μια τελική διδαχή προς τον νεότερο εαυτό του.

Το μεγάλο ερώτημα είναι αν ένας τέτοιος κόσμος είναι προσιτός και ανοιχτός σε έναν καινούργιο θεατή. Αναμφισβήτητα, μια τόσο προσωπική ματιά χρειάζεται προετοιμασία εκ μέρους του κοινού για να μπορέσει να γίνει πλήρως, ή έστω σε έναν βαθμό, κατανοητή, καθώς περισσότερο αποτελεί μια μυθοπλαστική αποτύπωση των αναμνήσεων και των εσωτερικών ορμών ενός αποδεδειγμένα ικανότατου εικονοπλάστη παρά μια παραδοσιακή αφήγηση που βασίζεται σε προσωπικές εμπειρίες. Από την άλλη, βέβαια, μια τέτοια ταινία αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να γνωρίσει ένας ανήσυχος κινηματογραφόφιλος μια εξίσου ανήσυχη σκηνοθετική φωνή, ανατρέχοντας στο παρελθόν του και ανακαλύπτοντας τα φιλμ που τον καθιέρωσαν στη φιλμική ιστορία.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ο κόσμος τού Αλεχάντρο Χοντορόφσκι δεν προσποιείται ότι είναι για όλους, ούτε, όμως, αποζητά την καθολική αποδοχή. Παραμένει, ωστόσο, πάντα εκεί, πρόθυμος να ανακαλυφθεί από ανθρώπους που προτιμούν τις ταινίες που εξετάζουν με πρωτοτυπία θεμελιώδεις προβληματισμούς του ατόμου και της κοινωνίας. Ίσως το ιδανικότερο θα ήταν, πριν απ’ τη θέασή του, να προηγηθεί από τον επίδοξο θεατή μια «αναγνωριστική» προβολή του «El Τopo» ή του «The Holy Mountain», ώστε να… μειωθούν οι παράπλευρες απώλειες. Για όλους τους γνώστες τού έργου τού δημιουργού, όμως, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική: το σινεμά του Χοντορόφσκι παραμένει επίκαιρο (ακόμα και στην ψηφιακή εποχή), ασυμβίβαστο, προσωπικό και ταυτόχρονα οικουμενικό. Διαπιστώσεις για τις οποίες δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.