FreeCinema

Follow us

ΖΑΝ ΝΤΙΛΜΑΝ (1975)

(JEANNE DIELMAN, 23 QUAI DU COMMERCE, 1080 BRUXELLES)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σαντάλ Ακερμάν
  • ΚΑΣΤ: Ντελφίν Σερίγκ, Ζαν Ντεκόρτ, Ανρί Στορκ, Ζακ Ντονιόλ-Βαλκρόζ, Ιβ Μπικάλ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 202'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE

Η περσινή ψηφοφορία του βρετανικού περιοδικού Sight & Sound, η οποία πραγματοποιείται μια φορά στα δέκα χρόνια, ανακήρυξε τούτο το φιλμ της Σαντάλ Ακερμάν ως το σπουδαιότερο που γυρίστηκε ποτέ! Τα πρότυπα αλλάζουν. Μέχρι πρότινος, στις λίστες της παγκόσμιας κριτικής, ο τίτλος αυτός ανήκε στον χιτσκοκικό «Δεσμώτη του Ιλίγγου». Σήμερα, στην meta-#MeToo εποχή, το «Ζαν Ντιλμάν» αναγνωρίστηκε ως ένα έργο σημαντικότερης επίδρασης.

Θα στεναχωρήσω πολλούς αναγνώστες που αγαπούν τούτο το site και θα περίμεναν να διαβάσουν μία αντίθετη γνώμη από εμένα, ακόμη και για… ψυχαγωγικούς λόγους. Ατυχώς, όμως, καθώς (σε αντίθεση με πολλούς «συναδέλφους» μου…) γράφω κείμενα μόνο για φιλμ τα οποία έχω παρακολουθήσει ολόκληρα (ή, έστω, τα 2/3 της διάρκειάς τους, προτού… φύγω τρέχοντας για λόγους… διαφύλαξης της υγείας και της πνευματικής μου διαύγειας), θα προτιμήσω να απέχω με τιμιότητα.

Είχα επιχειρήσει να παρακολουθήσω το «Ζαν Ντιλμάν» κάποτε. Δεν άντεξα πέραν ολίγων ασήμαντων να καταμετρηθούν λεπτών, δεν έβρισκα την παραμικρή αιτία για να… βασανιστώ σε τέτοιο βαθμό. Ακόμη και σε περιόδους όπου έδειχνα λίγο μεγαλύτερη εκτίμηση (και αντοχές) σε δημιουργίες…. «βαριάς κουλτούρας»! Για να πω την αλήθεια, πριν από το εκτρωματικό αποτέλεσμα της πολύκροτης ψηφοφορίας του Sight & Sound (ταυτίστηκα ουσιαστικά με την απάντηση του Variety που ακολούθησε), είχα ξεχάσει ακόμη και την ύπαρξη της συγκεκριμένης ταινίας της Σαντάλ Ακερμάν! Στο περσινό, σχετικό μου άρθρο, τοποθετήθηκα με κυνισμό σε σχέση με την υποχρεωτική «ανατροπή» των δεδομένων σε πολλές εκφάνσεις του βίου μας, πόσω μάλλον πολιτιστικά (και κινηματογραφικά, προφανώς).

Προσωπικά, δεν υποχρεούμαι ν’ ακολουθήσω καμία «agenda» του (διαχρονικού ή μη) hype ή της «πολιτικής ορθότητας» και… στ’ αρχίδια μου και το «#MeToo»-πωστολένε που θα πάει να «καπελώσει» ακόμη και την καλλιτεχνική υπόσταση και αξία μιας ταινίας. Ποια είναι αυτή η κυρία Ακερμάν και τι στο διάολο θεωρεί το κάθε άμυαλο πλάσμα των αποχαυνωμένων social networks του σήμερα, που θ’ αποτολμήσει να τη συγκρίνει με έναν Άλφρεντ Χίτσκοκ (αν κρίνουμε από το προ δεκαετίας αποτέλεσμα της ίδιας ψηφοφορίας), θεωρώντας ότι έχει προσφέρει κάτι σημαντικό στην εξέλιξη της 7ης Τέχνης; Εάν στα επόμενα δέκα χρόνια, οι κριτικοί αποφασίσουν να ψηφίσουν την ταινία που μπορεί να έχει σκηνοθετήσει ένα A.I., διότι αυτό θα υπαγορεύουν οι «τάσεις» στο σύντομο μέλλον, οφείλω να το ενστερνιστώ; Εάν γυρίσω ένα πεντάωρο έπος με πρωταγωνιστή εμένα να «πειραματίζομαι» μαγειρικά σε μια κουζίνα και κάποιοι το αντιμετωπίσουν ως «έργο Τέχνης», έχω κάποια τύχη να φάω τη θέση της κυρίας Ακερμάν ή να περιμένω να γίνει «passé» η μόδα της γυναίκας «δημιουργού»; Πόσο εξευτελισμό θα ζήσει ακόμη αυτό το έρμο το σινεμά;

Βαθμολογική αξιολόγηση; Όχι, δεν έχω βάλει, εμφανώς. Είπαμε. Ελάχιστα έχω αντέξει να δω από το «Ζαν Ντιλμάν». Και δεν έχω σκοπό να το επιχειρήσω ξανά. Ως γεροξεκούτης, σε μερικές δεκαετίες, δεν μπορώ να το προβλέψω. Καλή τύχη στους γενναίους.

Υ.Γ. Για τεχνικούς λόγους, η φόρμα δεν δέχεται το… κενό στην αξιολόγηση, γι’ αυτό και η απεικόνιση στα «αστεράκια» εμφανίζει το μισό (που αντιπροσωπεύει το χείριστο / κακό στο FREE CINEMA). I wish!

 

Η ταινία καταγράφει τη ζωή μιας μεσοαστής χήρας και μητέρας, η οποία εκπορνεύεται κάθε απόγευμα με απαιτητικούς μεσήλικες πελάτες, στο καταθλιπτικά τακτοποιημένο διαμέρισμά της, για να συντηρήσει τον εαυτό της και να φροντίσει τον κανακάρη της. Για τρεις μέρες την παρακολουθούμε να μαγειρεύει, να πλένει, να πλέκει, να γυαλίζει. Το φιλμ πραγματεύεται απλοϊκά γεγονότα της ζωής συνηθισμένων, αφανών ανθρώπων, με ανατριχιαστική σαφήνεια. Ο τρόπος κινηματογράφησης είναι λιτός, σχεδόν εμμονικά μονότονος. Παρατηρούμε αυτή τη γυναίκα τόσο στενά, ώστε όταν η ψυχαναγκαστική της ρουτίνα διακόπτεται προς στιγμή, αισθανόμαστε ότι συμβαίνει κάποια κοσμοϊστορική ανατροπή. Η ζωή της Ζαν συγκροτείται από τις μηχανιστικές συνήθειες που υπαγορεύει το νοικοκυριό.

Είναι ανατρεπτικό να βλέπεις επί τρεις ώρες και κάτι λεπτά μια γυναίκα να… καθαρίζει πατάτες, να στρώνει κρεβάτια, να βουρτσίζει παπούτσια, να ετοιμάζει καφέ, να πανάρει κοτολέτες, να πλένει πιάτα, να γυαλίζει μαχαιροπίρουνα. Την Ζαν υποδύεται η Ντελφίν Σερίγκ. Η εκλέπτυνση και ο μανιερισμός της ερμηνείας της Σερίγκ αναγάγει τη θηλυκότητα σε κάτι θεϊκό. Μια γνήσια diva του ευρωπαϊκού σινεμά που για χατίρι της Ακερμάν γίνεται… νοικοκυρά. Οι καθημερινές, φαινομενικά άχαρες στιγμές της οικιακής ζωής, χορογραφημένες με μετρονομική ακρίβεια από την ηθοποιό, είναι οι στιγμές που ο κινηματογράφος συνηθίζει να κρύβει από τη μεγάλη οθόνη. Στην πορεία της ταινίας, η λογική μας ακολουθεί τη λογική της εικόνας και μπορούμε, πλέον, να προβλέψουμε την συνέχεια. Μας απορροφά το πώς η Ζαν αποφεύγει σχολαστικά κάθε είδους σπατάλη. Από τον τρόπο που δοκιμάζει εάν το γάλα έχει χαλάσει, μέχρι τον τρόπο που βάζει τη φρυγανιά στο πιάτο για να πανάρει τις κοτολέτες. Τις ξέρουμε καλά αυτές τις κινήσεις, έχουν εντυπωθεί στις αναπαραστάσεις μας και μπορούμε να προβλέψουμε την επόμενή της κίνηση. Ψυχαναγκαστική είναι και η εξοικονόμηση ενέργειας. Η Ζαν ανάβει τα φώτα μόνο όταν εισέρχεται μέσα σε κάποιο δωμάτιο και τα σβήνει μόλις βγει. Η ρουτίνα των οικιακών εργασιών αποκαλύπτει τα τραύματα του παρελθόντος. Ο θάνατος του συζύγου έχει εμποτίσει αυτή την εθνογραφία της νοικοκυράς με φόβο, θλίψη και απώλεια.

Ο διάλογος είναι ανύπαρκτος, περιορίζεται σε κοινότοπες συζητήσεις κοινωνικής χρονοτριβής με γείτονες και πωλητές. Οι πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις ίσως γίνονται με τον γιο της. Εκεί, μας αποκαλύπτεται μέρος του παρελθόντος αυτής της γυναίκας, καθώς και οι σκέψεις της για το μέλλον. Όλο το υπόλοιπο φιλμ διακατέχεται από το ανείπωτο, μια εκκωφαντική σιωπή που διαταράσσεται από τους ήχους των τακουνιών, το τρίξιμο της πόρτας, το τσίριγμα του κουδουνιού, το σφύριγμα του βραστήρα και τη βαβούρα του δρόμου.

Το «Ζαν Ντιλμάν» είναι μια ταινία για το τι θα πει να είσαι γυναίκα στα ‘70s. Παγιδευμένη στη ρουτίνα της ευρωπαϊκής αστικής τάξης, όπως ορίζεται από τα κοινωνικά και πολιτιστικά πρότυπα μιας εποχής, στην οποία ο φεμινισμός ήταν κάτι το σχεδόν ανύπαρκτο. Μία αυστηρή νοικοκυρά και ταυτόχρονα πόρνη της ίδιας… της ζωής της, προσπαθεί να επιβιώσει εντός ενός μονότονου μικροαστικού διαμερίσματος στο κέντρο των Βρυξελλών. Η φαινομενική ρουτίνα των καθημερινών οικιακών εργασιών στεγάζει την οργή της καταστολής των επιθυμιών της Ζαν. Η κατ’ εξακολούθηση απόπειρα του κινηματογράφου να «μυστικοποιήσει» τη γυναικεία σεξουαλικότητα, το φύλο και τον καθημερινό μόχθο για τη συντήρηση του νοικοκυριού, εκτίθεται και συντρίβεται υπό το βλέμμα της Ακερμάν. Η Βελγίδα δημιουργός αφαιρεί όλη την πλοκή και τη δράση, και συγκλονίζει με μία μετρονομικής ακρίβειας ρουτίνα. Καταγράφει τη φρίκη της τυπικής καθημερινότητας της γυναίκας στην πολιτισμένη Γηραιά Ήπειρο και κάνει κεντρικό της θέμα ότι συνήθως συμβαίνει πίσω από κλειστές πόρτες. Στις δεκαετίες που πέρασαν, η ταινία δεν έχασε τη δύναμή της. Αντίθετα, σε κάθε λεπτό που περνά, γίνεται όλο και πιο μεγαλειώδης, πολυμορφική. Γι’ αυτό, άλλωστε, κατέληξε να έχει και ελληνική κινηματογραφική διανομή… με καθυστέρηση σαράντα οκτώ ετών!


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.