ΕΝΤΟΣ ΟΡΙΩΝ (2017)
(INSYRIATED)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φίλιπ Βαν Λέου
- ΚΑΣΤ: Χιάμ Αμπάς, Ζιλιέτ Ναβί, Ντιαμάντ Μπου Αμπούντ, Μοχσέν Αμπάς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: DANAOS FILMS
Μια πολυμελής οικογένεια και οι φιλοξενούμενοί της προσπαθούν να μείνουν ασφαλείς στο διαμέρισμά της στη Δαμασκό, όπου πυροβολισμοί και εκρήξεις θέτουν σε κίνδυνο ανά πάσα στιγμή την ανθρώπινη ζωή. Ακόμη και αυτό το «καταφύγιο», όμως, αποδεικνύεται ανεπαρκές.
Με τον πόλεμο στη Συρία να συνεχίζεται και τη δραματική κατάσταση των πολιτών της χώρας να επιδεινώνεται διαρκώς, είτε εξακολουθούν να ζουν εκεί είτε έχουν πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς, η ταινία του Φίλιπ Βαν Λέου (περισσότερο γνωστού ως διευθυντή φωτογραφίας στο παρελθόν) έχει στα υπέρ της το στοιχείο της ευσυγκινησίας που προκαλεί το επίκαιρο θέμα της. Για την ακρίβεια, αυτό είναι το βασικό πλεονέκτημα του φιλμ, που θα μπορούσε να είναι ένα ουσιαστικό δράμα με βάθος, ζωντανεύοντας όλον αυτόν τον πόνο που έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί ο πόλεμος. Η θεματολογία είναι η ίδια, όμως η επεξεργασία είναι μάλλον επιδερμική και πέρα από συγκεκριμένες ερμηνείες και στιγμές, η κινηματογραφική αντιμετώπιση του «Εντός Ορίων» δεν καταφέρνει να ξεφεύγει από στερεότυπα δράσης ανάλογων ιστοριών με εξέλιξη αφήγησης εντός ενός 24ώρου.
Στο διαμέρισμα της οικογένειας της Ουμ Γιαζάν στη Δαμασκό βρίσκονται ταμπουρωμένοι η ίδια, οι δύο κόρες της, ο γιος της, ο φίλος της μιας κόρης, ο πεθερός της, η βοηθός της οικογένειας και ένα ζευγάρι γειτόνων με το μωρό τους, που έχουν βρει εκεί καταφύγιο μετά τις καταστροφές που έχει πάθει το δικό τους σπίτι. Ο άντρας της Ουμ Γιαζιάν λείπει, θα γυρίσει κάποια στιγμή όταν ανοίξουν οι δρόμοι. Το νερό είναι κομμένο, το ρεύμα κάνει διακοπές, πυροβολισμοί πέφτουν κατά διαστήματα, κάποιες στιγμές ακούγονται και εκρήξεις. Ο Σαμίρ και η Χαλίμα, οι γείτονες, σκοπεύουν να φύγουν από τη χώρα αξιοποιώντας τη γνωριμία του Σαμίρ με έναν ξένο δημοσιογράφο. Θα βγει από το σπίτι για να τον συναντήσει, όμως, λίγα μέτρα από την είσοδο, θα τον πυροβολήσει ένας ελεύθερος σκοπευτής και θα τον ρίξει αναίσθητο, χωρίς να είναι ξεκάθαρη η τύχη του. Είναι ζωντανός ή νεκρός; Η Ντελχάνι, η οικιακή βοηθός, θα δει τη σκηνή. Η Ουμ Γιαζάν, όμως, θα της απαγορεύσει να μιλήσει σε οποιονδήποτε και κυρίως στη γυναίκα του θύματος. Τι θα εξυπηρετήσει αν βγουν κι άλλοι έξω για να μαζέψουν το σώμα τού Σαμίρ, πέρα από το να προσφέρουν περισσότερους στόχους;
Η μέρα προχωρά με την προφανή ένταση που προκαλεί το μυστικό στο σπίτι να εντείνεται, όμως για τη Χαλίμα ο (θανάσιμος;) τραυματισμός του άντρα της δεν είναι το τελευταίο της μαρτύριο. Δύο άγνωστοι θα εισβάλουν στο διαμέρισμα και η Χαλίμα δεν θα προλάβει να κλειδωθεί με τους υπόλοιπους ενοίκους στη μικρή κουζίνα όπου κρύβονται. Θα πέσει θύμα απειλών, ξυλοδαρμού και βιασμού, και η χαριστική βολή θα δοθεί από την πληροφορία για τη μοίρα του Σαμίρ που θα της αποκαλυφθεί στη συνέχεια.
Τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι χαρακτήρες είναι πολλά. Εμπλέκεσαι σε ένα βίαιο περιστατικό για να σώσεις έναν άνθρωπο, ρισκάροντας την ίδια στιγμή την ακεραιότητα των δικών σου; Μοιράζεσαι μια πληροφορία που μπορεί να συντρίψει κάποιον, επιλέγοντας να τον προστατέψεις; Έχεις αυτό το δικαίωμα; Είναι η ασφάλεια των δικών σου το σημαντικότερο πράγμα και σου επιτρέπεται να διαλέξεις τι πρέπει να ξέρει ή όχι κάποιος άλλος; Γύρω από αυτά τα ηθικά διλήμματα διαμορφώνονται και οι τρεις χαρακτήρες που ξεχωρίζουν στην ταινία. Η Ουμ Γιαζάν, η Χαλίμα και η Ντελχάνι. Οι υπόλοιποι μοιάζουν συμπληρωματικοί και η επιλογή του Βαν Λέου να τους αναθέσει σε μη επαγγελματίες ηθοποιούς, τους κρατά ακόμη πιο έντονα στο περιθώριο.
Με ένα αρκετά αδύναμο σενάριο, που υπερτονίζει το δράμα καταφέρνοντας στην πραγματικότητα να το αποδυναμώσει, ένα από τα καλύτερα στοιχεία της ταινίας είναι η διαχείριση του περιορισμένου χώρου του διαμερίσματος, που καταφέρνει να ξεφύγει από την αναπόφευκτη θεατρικότητα της όλης κλεισούρας. Ένα τόσο δυνατό θέμα, όμως, χρειαζόταν πολύ πιο ισχυρούς χαρακτήρες και μια ιστορία που να σου τρυπά την καρδιά. Όχι μια παράθεση αναμενόμενων δραματικών περιστατικών, τα οποία (υπερ)δραματοποιούνται με τη χρήση της πλέον υπερβολικής, ακατάλληλης μουσικής.