Ο ΧΙΤΛΕΡ ΣΤΟ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ (2011)
(HH, HITLER A HOLLYWOOD)
- ΕΙΔΟΣ: Ψευδοντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φρεντερίκ Σοσέ
- ΚΑΣΤ: Μαρία ντε Μεντέιρος, Μισλίν Πρελ, Βιμ Βίλερτ, Χανς Μάγερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: 2-1-0 FILMS
Μαθαίνοντας από το αντικείμενο ενός ντοκιμαντέρ της, μια γαλλίδα ηθοποιό – θρύλο, για την ύπαρξη δύο ταινιών που έχουν εξαφανιστεί όπως κι ο σκηνοθέτης τους, η Μαρία ντε Μεντέιρος κι ο cameraman της αναζητούν τα ίχνη τους – και γίνονται στόχοι αγνώστων, ανακαλύπτοντας μία χρόνια συνωμοσία των ΗΠΑ (και του Φύρερ;) εναντίον του ευρωπαϊκού σινεμά.
Η μέχρι πάθους αγάπη για τη σελιλόζη ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από την προηγούμενη ταινία του, το ντοκιμαντέρ «Cineastes a Tout Prix» για τρεις συμπατριώτες του, υπερδεκαετείς auter της δεκάρας. Λίγοι ήταν εντούτοις προετοιμασμένοι γι’ αυτό το αυτοαναφορικά fun παραξένισμα του Βέλγου Φρεντερίκ Σοσέ, που ξετυλίγει σε POV, καρέ καρέ, ένα τσαχπίνικα ιστοριοδιφικό μυστήριο επίπλαστης ανεκδοτολογικής φιλμοφιλίας που κυνηγάει, συνήθως διασκεδαστικά, θεωρίες συνωμοσίας περί ενός ενεργού κινηματογραφικού σκέλους του σχεδίου Μάρσαλ με μαύρες λίστες κι έναν Έντγκαρ Τζ. Χούβερ εναντίον του οράματος ενός τολμητία για studio system στην από εδώ πλευρά του Ατλαντικού.
Το στιλιστικό coup de foudre αποτελεί η κιαροσκουρο-ποίηση στο color correction του «σκιώδους» περίγυρου έναντι των (και χρωματικά) ζωηρών ερευνητών ενώ στον γιάνκι δάκτυλου επικήδειο της Έβδομης Τέχνης της ηπείρου μας αντιστέκονται απολαυστικές σεκάνς όπως μίας δημοπρασίας για μπομπίνες του γριφώδους άγνωστου και εκείνη των «μιλημένων» Γάλλων συναδέλφων της Πρελ να «σπρώχνουν» το θέμα στο περιθώριο του Φεστιβάλ Καννών (ενίοτε αυτοσχεδιάζοντας, όπως ο Εντουάρ Μπερ που ισχυρίζεται ότι ο Κουτάρ, dp του Γκοντάρ, είχε προϋπηρεσία 10 χρόνων ως πράκτορας της CIA, που επίσης πλήρωνε τους Ζαν Πιερ Λεό και Άννα Καρίνα για τις υπηρεσίες τους εις βάρος της ευρωπαϊκής παραγωγής!).
Δια ζώσης «Η Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» των τιμών του φιλμ και του γαλλικού εκράν επιτρέπει στο φιλμ να παίρνει – με την καλή έννοια – φως ενώ τα clips ταινιών της προχειρολογούν συνδεσμολογικά αλλά συμμαχούν ρετρολατρικά στο ντετεκτιβικό ρεπεράζ στην ταινιοθήκη των Βρυξελλών, τις σουίτες του Κάρλτον, τα κανάλια της Βενετίας, τα γραφεία της ΜΙ5 στο Λονδίνο, τα αρχεία της Στάζι στο Βερολίνο και τη Μάλτα, όπου η απάντηση στο αίνιγμα δίνεται με μια εκρηκτική διπλοτυπία των «More» και «Ο Κος Αρκάντιν».
Ό,τι έχει προηγηθεί ωχριά δομικά και τεχνικά μπροστά σε κατασκευαστικά υποδείγματα του είδους όπως το «Death of a President» (το ρετάλι της υπόθεσης που αφορά το άτολμα άδοξο amore του εικονολήπτη για την πρωταγωνίστρια είναι ενδεικτικό αλλά και συγχωρητέο λαμβανομένου υπόψιν του βισάζ της Πορτογαλίδας του «Pulp Fiction») αλλά συνιστά σίγουρα μία τραβηχτική άσκηση φαντασίας για νεοπροσήλυτους και ένα ευπρόσδεκτο παίγνιο για βετεράνους του arthouse. Είναι κρίμα που ο δημιουργός του το αντιμετωπίζει ούτως ή άλλως περισσότερο απ’ ότι πρέπει a l’ americain (τι οξύμωρο) και στο πιο ακατάλληλο σημείο, τους τίτλους τέλους, όπου εκτός «συνθήκης» οι VIP Βέντερς, Κουστουρίτσα, Κοντσαλόφσκι και Αγγελόπουλος σηκώνουν ντιρέκτ τη ρομφαία τους εναντίον του μοντέρνου αμερικανικού σινεμά, προτού η πρωταγωνίστρια, σε ένα αποχαιρετιστήριο πλάνο εκτός ρόλου, συναντήσει τον αιωνόβιο συμπατριώτη της και παλαιότερο ενεργό σκηνοθέτη της Γηραιάς (και του πλανήτη), Μανοέλ ντε Ολιβέιρα, στον οποίο και αφιερώνεται ακολούθως σεβάσμια η ταινία. Ή ατακτούμε ή είμαστε σούζα. Και τα δύο δε γίνεται, monsieur cineaste…