ΚΑΙ ΟΙ ΔΗΜΙΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ (1943)
(HANGMEN ALSO DIE!)
- ΕΙΔΟΣ: Αντιστασιακό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φριτς Λανγκ
- ΚΑΣΤ: Μπράιαν Ντόνλιβι, Γουόλτερ Μπρέναν, Άννα Λι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 134’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR
Μετά τη δολοφονία του εκπροσώπου του Χίτλερ – επικεφαλής «δήμιου» στην υπό ναζιστική κατοχή Τσεχοσλοβακία από υπεράνω υποψίας στέλεχος της Αντίστασης, η Γκεστάπο κηρύττει ψυχολογικό πόλεμο στον απλό λαό, για να εκβιάσει ομολογίες.
Αν το μόνο που… σκαμπάζεις από Φριτς Λανγκ είναι το «Metropolis» (άντε και το «Μ, Ο Δολοφόνος»), καιρός να ανακαλύψεις και την πιο πολιτική – σε σενάριο του Μπέρτολτ Μπρεχτ – ταινία του, που αν και δε συγκρίνεται με τα προαναφερθέντα, εμβληματικά αριστουργήματά του, αποτελεί αυθεντικό (υπό)δειγμα κινηματογραφικής τέχνης. Με σασπένς που παραμένει ακούραστο (παρά την αχρείαστα μεγάλη διάρκεια – σημαντικότερη αδυναμία αυτού του φιλμικού, αντιφασιστικού μανιφέστου) και αγέραστο (παρά το πέρασμα του χρόνου). Με το άσπρο και το μαύρο, το φως και το σκοτάδι, σε μια διαρκή υποβλητική αντιμαχία. Με πανταχού παρούσες, σε ρόλο διαιτητή, τις άψυχες και έμψυχες σκιές: των ανθρώπων που απειλούνται και – σε άμυνα – απειλούν, υπό το βάρος της συνείδησής τους. Δεν είναι τυχαίο πως οι Ναζί δεν έχουν σκιά…
Με εύστοχα, αφηγηματικά και στιλιστικά δάνεια από το φιλμ νουάρ και τον κινηματογραφικό γερμανικό εξπρεσιονισμό, αυτή η – μέχρι τέλους απρόβλεπτη – ταινία αναθεωρεί, επαναπροσδιορίζει και γειώνει την ιδέα της femme fatale (της διστακτικής αντιστασιακής δεσποινίδας Νοβότνι), την αντιπαραβάλει με εκείνη ενός εξίσου μοιραίου, αλλά γήινου άνδρα (του φορτωμένου τύψεις και ενοχές, διττού δολοφόνου τού δήμιου, Δόκτωρ Σβόμποντα / Κάρελ Βάνεκ) και ρίχνει φως στα – με αρετή και τόλμη – οξύμωρα (ένας γιατρός είναι αυτός που σκοτώνει) που θέλει η ελευθερία. Λίγο πριν απ’ το τέλος, μια παράξενη, εξωπραγματική εικόνα δίνει το έναυσμα στον απλό λαό να δράσει συλλογικά, άνευ συνεννόησης ή συγκεκριμένου σχεδίου, κατά του καθεστώτος.
Ανάμεσα στα περίτεχνα, με μέτρο τον άνθρωπο κτήρια της πόλης, ένας αλλότριος, αστραφτερός, μεταλλικός ή γυάλινος, τετράγωνος και απροσπέλαστος ουρανοξύστης υψώνεται επιβλητικά προς τον ουρανό, αντανακλώντας τον. Δεν ταιριάζει εκεί. Ούτε στο χώρο, ούτε στο χρόνο. Παρά μόνο ως αλληγορικό σύμβολο. Και αποτελεί την υπέρτατη ύβρι. Μόνο σύσσωμη η πόλη μπορεί να τον εξοστρακίσει από τα σπλάχνα της. Γι’ αυτό και όλοι, από μια τυχαία σερβιτόρα μέχρι τον μπάτλερ του προδότη ζυθοποιού, συμβάλλουν, κομμάτι – κομμάτι, μαρτυρία με μαρτυρία, στην ψεύτικη αλήθεια, που αφοπλίζει το ναζισμό και κλυδωνίζει αναπόδραστα τα θεμέλιά του. Και όλα αυτά χωρίς έναν και μόνο, ξεχωριστό (αντί)ήρωα, με πολλούς ενόχους και κανέναν αθώο και το καλό να κερδίζει, αθόρυβα, μόνο μια μάχη και όχι τον πόλεμο, προτού ένα βροντερό «ΟΧΙ» προηγηθεί των λέξεων «Το Τέλος». Γιατί ως ατελή όντα δεν μπορούμε παρά να βρισκόμαστε διαρκώς σε πόλεμο. Αν όχι με κάποιους «άλλους», τότε με τον ίδιο μας τον «εαυτό»…