GLASS (2019)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μ. Νάιτ Σιάμαλαν
- ΚΑΣΤ: Μπρους Γουίλις, Τζέιμς ΜακΑβόι, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Σάρα Πόλσον, Άνια Τέιλορ-Τζόι, Σπένσερ Τριτ Κλαρκ, Σαρλέιν Γούνταρντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 129'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ο σεκιουριτάς Ντέιβιντ Νταν ανακαλύπτει τα ίχνη του καταζητούμενου Κέβιν Γουέντελ Κραμ, αλλά η αποστολή του δεν θα ολοκληρωθεί, καθώς και οι δύο συλλαμβάνονται από την αστυνομία και οδηγούνται σε ψυχιατρικό άσυλο, εντός του οποίου ήδη βρίσκεται… ο Ελάιτζα Πράις!
Καθώς το «Glass» αποτελεί το τρίτο μέρος μιας τριλογίας, θεωρώ φρόνιμο να υπάρξει ένα κάποιο εισαγωγικό, όπως και μια σύσταση που θα προηγηθεί αυτού: εάν δεν έχεις δει τον «Άφθαρτο» (2000) και τον «Διχασμένο» (2017), δεν μπορείς (με καμία δύναμη!) να παρακολουθήσεις τούτο το φιλμ. Επίσης, σταματάς να διαβάζεις το κείμενο που ακολουθεί (αν και τα spoilers ουσιαστικά αφορούν τους προηγούμενους τίτλους). Απλά, εάν σε ενδιαφέρει, πρώτα πας και βλέπεις τις δύο ταινίες που προηγήθηκαν και κατόπιν επιστρέφεις εδώ.
Αξίζει τον κόπο να το πάρουμε από την αρχή, λοιπόν. Συμπτωματικά, κάπου στις αρχές του 2000, κλήθηκα να βαπτίσω στα ελληνικά το «Unbreakable», έχοντας στα χέρια μου ένα teaser αφίσας με κάτι σπασμένα γυαλιά και μια εντελώς ασαφή «σύνοψη» δύο αράδων. Θα ήταν η τέταρτη ταινία του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, του οποίου τα πρώτα φιλμ σχεδόν ουδείς είχε πάρει χαμπάρι, όμως το 1999 είχε σκηνοθετήσει την «Έκτη Αίσθηση», ένα μεταφυσικό θρίλερ που διέλυσε τα ταμεία παγκοσμίως, κοινώς το κλίμα προσμονής για την επόμενη δουλειά του ήταν σχεδόν υστερικό. Το ίδιο και η μυστικότητα που συνόδευε τον «Άφθαρτο», τίτλο που ενέκρινε τότε η Disney και ο Σιάμαλαν για την ελληνική αγορά. Μήνες αργότερα, παρακολουθώντας την ταινία σε private screening, χάρηκα εις διπλούν. Η απόδοση του τίτλου λειτουργούσε και το φιλμ ήταν εξαιρετικό. Κατά την προσωπική μου γνώμη, καλύτερο και από την «Έκτη Αίσθηση». Τότε δεν είχαμε ιδέα γι’ αυτό που θα συνέβαινε στο μέλλον. Ο «Άφθαρτος» ήταν μια αυτόνομη ταινία, ένα σχεδόν «meta» σχόλιο επάνω στην κουλτούρα των comics και των υπερ-ηρώων τους, ειρωνικά ρεαλιστικό, έξω από το σύμπαν των… «κολάν» και των εξωφρενικά φαντασιόπληκτων δυνάμεων, (συνήθως) αποτελέσματος μιας κάποιας επιστημονικής μετάλλαξης. Ήταν ένα δράμα αφύπνισης, κατά βάθος. Φυσικά, η υποδοχή του κοινού ήταν συγκρατημένη (το έργο απέφερε κάτι σαν το ένα τρίτο των εισπράξεων της «Έκτης Αίσθησης» παγκοσμίως), όμως στο πέρασμα του χρόνου ο «Άφθαρτος» απέκτησε τους πιο φανατικούς οπαδούς σε σχέση με την υπόλοιπη φιλμογραφία του Σιάμαλαν. Και η ζωή συνεχίστηκε δίχως να υποψιαζόμαστε το παραμικρό, μέχρι τις αρχές του 2017. Λίγο καιρό νωρίτερα, είχα την τύχη να παρακολουθήσω τον «Διχασμένο» σε ένα private screening, περιμένοντας απλά να δω ένα (ξανά «κρυπτικό») θρίλερ του Σιάμαλαν, εδώ με ήρωα έναν serial killer με εικοσιτρείς διαφορετικές προσωπικότητες. Δεν είχε προηγηθεί καμία κριτική, κανένα δημοσίευμα με spoilers, τίποτα που θα μπορούσε να με προετοιμάσει για το σοκ της σκηνής (λίγο πριν το τέλος του φιλμ) στην οποία ακούγεται ένα μουσικό θέμα του Τζέιμς Νιούτον Χάουαρντ από τον «Άφθαρτο», ενώ ο Τζέιμς ΜακΑβόι έχει διαφύγει τη σύλληψη και μιλάει με… τους πολλαπλούς εαυτούς του. Όταν, δε, ήρθε η στιγμή της εμφάνισης του Μπρους Γουίλις στο diner, στο φινάλε της ταινίας, κόντεψα να σηκωθώ όρθιος ξηλώνοντας μαζί και το κάθισμα! Γραφόταν κινηματογραφική Ιστορία με αυτή την κατάληξη, χωρίς αστεία! Ο Σιάμαλαν είχε πετύχει μια κυριολεκτική υπέρβαση των κανόνων της βιομηχανίας του Χόλιγουντ και σχεδόν αποκάλυπτε ένα σχέδιο πολυετούς σχεδιασμού, το οποίο (προφανέστατα) υποσχόταν… ξεκαθάρισμα λογαριασμών μέσω μιας τριλογίας. Η λογική τής ψυχοσύνθεσης που διαμορφώθηκε εξαιτίας των μαρτυρικών εμπειριών των κεντρικών του χαρακτήρων, σε βαθμό του να ανάγονται σε υπερ-ήρωες, αποκτούσε στον «Διχασμένο» ένα πιο ουσιαστικό νόημα, με επιπλέον layers ανάγνωσης. Όπως είχα γράψει κλείνοντας την κριτική εκείνου του φιλμ τότε:
Σαν ένα κομμάτι ενός μεγαλύτερου puzzle που δεν φανταζόμασταν, ούτε και μπορούσαμε να περιμένουμε, ο «Διχασμένος» αποτελεί μια σοβαρή μελέτη χαρακτήρων και ανθρώπινης συμπεριφοράς, με το camouflage ενός τρομακτικού ψυχολογικού θρίλερ, που κορυφώνει σε μια over the top ανατροπή η οποία έχει τα θεμέλιά της στη μαζικότητα της pop κουλτούρας, το θέαμα που ο μέσος Δυτικός θεατής καταβροχθίζει με βουλιμία στο σινεμά. Σαν ένα… κτήνος!
Το 2019, πλέον, με την εμφάνιση του «Glass», η συνειδητοποίηση ενός (ακόμη) στοιχείου που συνέδεε τις δύο πρώτες ταινίες τούτης της τριλογίας (εξ ου και η εκτενής εισαγωγή) αποκτά την πιο βαρύνουσα σημασία που (μοιραία) πληγώνει το τρίτο μέρος: είναι το στοιχείο της έκπληξης. Χωρίς να τολμώ να χαρακτηρίσω το «Glass» μια άδοξη συνέχεια ή μια αποτυχία, αν και περιέχει τη δική του ανατροπή, δεν υπερτερεί των προκατόχων του στο αίσθημα του… «σε έχω πιάσει στα πράσα». Δεν απογειώνει το όλο εγχείρημα (της τριλογίας). Γιατί ο Σιάμαλαν πέφτει θύμα της ίδιας του της «βουλιμικής» πρόθεσης, να ανοίξει τις πύλες ενός τεράστιου franchise με «κομιξικής» έμπνευσης (όχι απαραίτητα και λογικής ή συμπεριφοράς, όμως) υπερ-ήρωες, οι οποίοι θα (είναι ικανοί να) δημιουργήσουν ένα original κινηματογραφικό σύμπαν που θα υψώσει το μεσαίο δάχτυλο στα καρναβάλια της Marvel ή της DC! Μπορεί, πια, να το κάνει αυτό, μετά το «Glass». Αλλά οραματιζόμενος το μέλλον, ξεχνά την υποχρέωση του σχεδιασμού μιας κορύφωσης εδώ, ενός momentum αποκαλυπτικού, που θα έριχνε σαγόνια στο πάτωμα. Διότι επιλέγει να κρατήσει τα μεγαλύτερα μυστικά της πλοκής τούτου του φιλμ κρυφά, ώς το τέλος. Κι έτσι, η έκπληξη στο «Glass» αποκτά τον χαρακτήρα τού teasing.
Αυτή τη φορά, ο Σιάμαλαν κινεί τα νήματα σε ένα «give the people what they want» ύφος, γνωρίζοντας (και αυτός) τι περιμένει να δει το fanbase της τριλογίας, μέρος του οποίου ανήκει (και) στις «ορδές» (#diplhs) των ομάδων που κατασπαράζουν τις κομιξικές υπερπαραγωγές του genre πολλάκις και ετησίως. Βέβαια, λόγω της εκ βαθέων ειρωνείας και της διαφορετικότητας τούτου του franchise, δεν ξεχνά ποτέ να «μπολιάζει» κάποια καινούργια στοιχεία στο σενάριο, με πρώτη και καλύτερη την ένθεση της ψυχολόγου Δρος Έλι Στέιπλ (Σάρα Πόλσον), η οποία αναλαμβάνει τα τρία «πειραματόζωά» της εντός ασύλου, με μια τακτική προσέγγισης που αποδομεί αυτά που οι αντίστοιχοι ήρωες κουβαλάνε στο μυαλό τους και θεωρούν ότι αποτελούν ρεαλιστικά και φυσικά χαρίσματα. Η Δρ. Στέιπλ, με άλλα λόγια, τους κόβει τα φτερά. Και με έναν ύποπτο τρόμο δείχνει μια εμμονή σε αυτό. Λες και πρόκειται περί… εντεταλμένης υπηρεσίας. Κατά κάποιον τρόπο, ως κάργα φανατικός του σινεμά του Άλφρεντ Χίτσκοκ (εκτός του ότι το έχω συζητήσει μαζί του, ας προσέξει κανείς και την έφεση που είχαν αμφότεροι στα cameos), ο Σιάμαλαν είναι συνεπής στο αγαπημένο «sport» τού μέγιστου Βρετανού, να ξεφτιλίζει κάθε έννοια της ψυχανάλυσης – αλλά ταυτόχρονα παραβιάζει έναν χρυσό κανόνα του «δασκάλου» του: δεν δίνει κανένα παραπανίσιο clue στον θεατή (σε σχέση με τα τεκταινόμενα στην οθόνη), ώστε να δημιουργήσει σασπένς. Επιλέγει τον… ευνουχισμό τού τελευταίου. Γι’ αυτό και τον κρατάει «στα κάγκελα» με το φινάλε που επιφυλάσσει.
Ένα πράγμα για το οποίο ψέγω περισσότερο τον Σιάμαλαν στο «Glass», όμως, είναι η αφοσίωσή του στο χτίσιμο όλης αυτής της μυθολογίας, εις βάρος της ανάπτυξης των χαρακτήρων του. Και οι τρεις βασικοί του πρωταγωνιστές δεν εξελίσσονται και δεν ξεπερνούν τα ήδη γνώριμα (σε εμάς) χαρακτηριστικά τους, ειδικά όσον αφορά τους ήρωες του «Άφθαρτου» που ήταν σαφώς πιο «ζουμεροί» στη σκιαγράφηση εξαρχής. Γι’ αυτούς, ο Σιάμαλαν είχε κρατήσει μέχρι και κρυμμένα «outtakes» από το 2000 (!), τα οποία παίζουν εν είδει flashback και σχεδόν μαρτυρούν την ύπαρξη ενός (από τότε) προσχέδιου για sequel. Ακόμη μεγαλύτερο φάουλ, όμως, είναι ο σεναριακός χειρισμός του χαρακτήρα της Κέισι Κουκ (Άνια Τέιλορ-Τζόι), η οποία επέζησε της ομηρείας και των κακουχιών από το «Κτήνος» στον «Διχασμένο». Η νεαρή έχει κοινά με τους υπόλοιπους υπερ-ήρωες τούτης της μυθολογίας, έχει μαρτυρήσει όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, θα μπορούσε να είναι ένας «συνοδοιπόρος» σε αυτό το μέτωπο της πλοκής, όμως παραμένει (ειδικά σε τούτο το φιλμ) ένας θεατής σχεδόν, που παρουσιάζεται σε κρίσιμες στιγμές και αφήνει έντονες υποψίες για κρυφές ικανότητες (δεν μπορεί να είναι μονάχα η υπόσχεση και η θαλπωρή της αγάπης που βρίσκει στην αγκαλιά της ο Κέβιν Γουέντελ Κραμ, διάβολε!). Είναι κρίμα που η Κέισι παραμένει και πάλι μια… κοινή θνητή στο «Glass». Όσο κρίμα είναι και το βαθύ σκότος που επιφυλάσσει ο Σιάμαλαν για το background της Δρος Στέιπλ, που σε αφήνει στα κρύα του λουτρού σαν «cliffhanger» τηλεοπτικού επεισοδίου φανταστικής σειράς. Μόνο που εδώ η συνέχεια δεν πρόκειται να έρθει… την άλλη εβδομάδα. Και αυτό δεν είναι υπέρ της ταινίας.
Τελικά, τι είναι αυτό που μαθαίνουμε ουσιαστικά από το «Glass»; Ότι όλη αυτή η τριλογία αποτελεί ένα είδος «origin» για την προέλευση / προϊστορία των βασικών χαρακτήρων… του αύριο τούτης της κινηματογραφικής σειράς, η οποία μπορεί να επεκταθεί… πέρα από κάθε φαντασία, μέχρι το άπειρο (του μυαλού του Σιάμαλαν). Και ότι για να υπάρχουν καλοί ήρωες, πρέπει να υπάρχει και μια δυνατή αντι-ύλη, το πανίσχυρο Κακό. Μια δύναμη πέρα από την (απλά) κοινωνική, αρχετυπική σύγκρουση Καλού και Κακού. Πρέπει να υπάρχει η γήινη πλευρά και ο άγνωστος (και εχθρικός;) κόσμος κάποιων… Θεών (;)! Κάπου εκεί, γύρω στο φινάλε, το μυαλό μου πήγε στο… «Μικρό Σπίτι στο Δάσος» (2012) του Ντρου Γκόνταρντ! Και, αν και ολίγον σαστισμένος, χαμογέλασα με αισιοδοξία για το μέλλον. Όχι το δικό μας. Του franchise.