GHOSTBUSTERS: LEGACY (2021)
(GHOSTBUSTERS: AFTERLIFE)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέισον Ράιτμαν
- ΚΑΣΤ: Φιν Γούλφχαρντ, ΜακΚένα Γκρέις, Κάρι Κουν, Πολ Ραντ, Λόγκαν Κιμ, Σελέστ Ο’Κόνορ, Μπιλ Μάρεϊ, Νταν Άκροϊντ, Έρνι Χάντσον, Άννι Ποτς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 124'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Η κόρη του Έγκον Σπένγκλερ μετακομίζει με τα δυο εγγόνια του στο κρησφύγετο του… εκλιπόντος, αναζητώντας ένα καινούργιο αύριο. Τα παιδιά δεν έχουν ιδέα περί του παρελθόντος και της δράσης του παππού τους στους Ghostbusters και καθώς θα βρίσκουν διάφορα gadgets της θρυλικής ομάδας, θα αντιληφθούν πως η περιοχή κρύβει… φαντασματικά μυστικά!
Δεν είχα ακολουθήσει την υστερία της εποχής με το original «Ghostbusters» του 1984. Απλά, το είχα δει στο σινεμά, το είχα βρει σχετικά ψυχαγωγικό, (αν θυμάμαι καλά, πρέπει να το ψάξω) είχα αγοράσει και το επτάιντσο single. Το sequel του 1989 το είχα βρει παντελώς περιττό, η δε προσπάθεια του… θηλυκού (!) reboot του 2016 με είχε κάνει έξαλλο (σε αντίθεση με την Ιωάννα Παπαγεωργίου που είχε γράψει την κριτική τότε). Το franchise υπήρξε κερδοφόρο για το studio της SONY με πολλούς διαφορετικούς τρόπους (βλέπε comic books, video games, animated TV series, έως και theme park attractions), οπότε ένα επαναληπτικό… ξεζούμισμα θα εμφανιζόταν και πάλι στη μεγάλη οθόνη, αργά ή γρήγορα.
Το «Ghostbusters: Legacy» επιχειρεί μία απόλυτη ανανέωση του φιλμικού franchise, σε συνδυασμό με την ιδέα του τόσο μοδάτου εσχάτως (κυρίως στις τηλεοπτικές πλατφόρμες) «nostalgia trip». Σε πρώτο επίπεδο, κάνει ένα μοιραίο λάθος: παίρνει τη δράση από το urban σκηνικό της πόλης (όπου ανήκε και ταίριαζε καλύτερα) και τη μεταφέρει σ’ ένα αγροτικό περιβάλλον της Οκλαχόμα, με λανθάνουσες δόσεις σπιλμπεργκικού «love letter», κάτι που είχε (ήδη) πετύχει με εξαιρετικό αποτέλεσμα ο Τζέι Τζέι Εϊμπραμς το 2011, με το «Super 8». Η σύγκριση είναι όχι απλά μοιραία, αλλά τραγική. Και είναι κρίμα που ο (πραγματικά ταλαντούχος) Τζέισον Ράιτμαν δεν την αντιλήφθηκε, βασιζόμενος κυρίως στο «άλλοθι» του ρόλου που έπαιξε ο πατέρας του στο «Ghostbusters» του ’84 (ήταν ο σκηνοθέτης του…). Όσο για την εκμετάλλευση της νοσταλγίας, ο Ράιτμαν κάνει διπλό λάθος: α) (συν)υπογράφει ένα σενάριο που σαν πλοκή θυμίζει αφάνταστα εκείνο της original ταινίας, αφήνοντάς σου την αίσθηση ότι, στην τελική, παρακολουθείς ένα αδέξιο «remake» (αντίο «ανανέωση»…) και β) χαρίζει το memorabilia πάτημα του φιλμ ουχί στην αυθεντική περίοδο των ‘80s, αλλά σε αυτήν που το σημερινό hype κάνει reference! Δηλαδή… στο «Stranger Things»! Έτσι, οι βασικοί πρωταγωνιστές εδώ είναι… παιδάκια και, σε περίπτωση που κάποιος δεν έκανε την άμεση σύνδεση, ένας εξ αυτών είναι ο Φιν Γούλφχαρντ. Εννοείται πως συνολικά το παρουσιαστικό του ανήλικου καστ της ταινίας του Ράιτμαν παραπέμπει στη δημοφιλή σειρά του Netflix…
Μία επιπλέον αδυναμία του «Legacy» είναι η απουσία (ή η αστοχία) στον χιουμοριστικό τόνο του φιλμ. Το original «Ghostbusters» ήταν πρωτίστως μια κωμωδία, με ονόματα ερμηνευτών που εξυπηρετούσαν σωστά αυτό το σκοπό. Εδώ τίποτα δεν έχει «κουρδιστεί» κωμικά, αφήνοντας κάποια λεκτικά «αστεία» να αιωρούνται που και που στους διαλόγους (με χειρότερη – και πλέον προφανή – τη χρήση της ατάκας «Who you gonna call?» στη σεκάνς του Αστυνομικού Τμήματος). Χαράμι και η… στρατιά των marshmallows, που αρχικά κλείνουν με χαριτωμένο τρόπο το μάτι στο original (ή στο… «Πάρτι με… Λουκάνικα»!), αλλά μετά τη σκηνή στο Walmart, οι σεναριογράφοι σχεδόν ξεχνούν ότι υπήρξαν!
Παραδόξως, εάν το «Ghostbusters: Legacy» δεν μπόρεσε ν’ «αγγίξει» πουθενά εμένα, ένα «παιδί» της περιόδου στην οποία «μιλά» και θέλει να… πουλήσει «νοσταλγία» τούτο το έργο, δεν καταλαβαίνω που αλλού μπορεί ν’ απευθύνεται. Σε θεατές που (ακόμη και) αν κάτσουν για να περιμένουν την τελευταία after credits σκηνή, θ’ αναφωνήσουν… «Ποια είναι αυτή;», αφήνοντας τους «παλιούς» να χαμογελούν με ανακούφιση, επειδή η Σιγκούρνι Γουίβερ δεν έχει «τραβηχτεί» και ωριμάζει με φυσικότητα;