ΑΜΛΕΤ (1964)
(GAMLET)
- ΕΙΔΟΣ: Σαιξπηρικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκριγκόρι Κόζιντσεφ
- ΚΑΣΤ: Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι, Μιχαήλ Ναζβάνοφ, Έλσα Ρατζίνα, Αναστάσια Βερτίνσκαγια
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 140’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR
Ένας καθηλωτικά μειλίχιος Άμλετ θέτει το γνωστό ερώτημα στη σωστή του βάση (και μετάφραση): «Ζωή ή ανυπαρξία;», αναρωτιέται σιωπηλά, μόνο με τη σκέψη, κοιτώντας κατάματα την κάμερα (εσένα) και μετά την ανταριασμένη, στη διαπασών ζωντανή, θάλασσα…
… εκείνη, που ξαποσταίνει μόνο για μια στιγμή, πολύ αργότερα, ώστε να υποδεχτεί – για μια και μοναδική φορά – γαλήνια, στα υγρά σπλάχνα της, το λευκό, αιθέριο κορμί της συγχωρεμένης Οφηλίας: ως ένα από τα καίρια κεντημένα στην αφήγηση, αριστουργηματικά, βωβά πρελούδια (με «φωνή» είτε την πιστή στα τραγούδια του Σαίξπηρ, μουσική επένδυση του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, είτε τους εσωτερικούς διαλόγους των ηρώων), που έρχεται ως – κάθε άλλο παρά οριστική ή βέβαιη – απάντηση στο παραπάνω, διαχρονικό δίλημμα του Άμλετ.
Δε βάζω το χέρι μου στη φωτιά για το αν αυτή η εκδοχή του πιο εμβληματικού, ίσως, σαιξπηρικού θνητού είναι η καλύτερη που συνάντησες ή θα συναντήσεις ποτέ. Το βάζω, όμως (μέχρι τον ώμο, μη σου πω), για να επιμείνω ότι πρόκειται για την πιο επιβλητικά και καθαρόαιμα κινηματογραφική. Γιατί μπορεί ο «Εκκεντρικός» μαθητής του σοβιετικού πρωτομάστορα του σινεμά Σεργκέι Αϊζενστάιν, Κόζιντσεφ, να μένει ευλαβικά πιστός στο σαιξπηρικό κείμενο (εμπιστευόμενος τη μετάφρασή του στα ρώσικα στον μέγα λογοτέχνη, συμπατριώτη του, Μπόρις – «Δόκτωρ Ζιβάγκο – Πάστερνακ), αλλά κάνει τις ασπρόμαυρες εικόνες του τόσο πρωτόγνωρα εκφραστικές, που είναι σα να βιώνεις τον Άμλετ για πρώτη φορά.
Τα μεγαλύτερα από τη ζωή, αυστηρά κτίρια, με τα γεμάτα καταπιεστικές σκιές και δυσβάσταχτους όγκους, αχανή δωμάτια, αλλά κυρίως τα συνήθως ταραγμένα, φευγαλέα μελαγχολικά και κατ’ εξαίρεση ήσυχα, ανοχύρωτα τοπία της αδάμαστης, επιβλητικής Φύσης, αντικατοπτρίζουν αλογόκριτα τα πάθη των πρωταγωνιστών αυτής της τραγωδίας. Εκείνων που τολμούν να πιστέψουν πως γνωρίζουν όλη την αλήθεια και αγωνίζονται για την αποκάλυψη και δικαίωσή της. Διαπράττοντας όμως έτσι, ακούσια, την υπέρτατη ύβρη, για να συνειδητοποιήσουν, όταν είναι ήδη αργά, πως ως ατελή όντα – κηδεμόνες ατελών κοινωνιών, δεν μπορούν να ορίσουν τη μοίρα τους. Μόνο το πώς θα σταθούν απέναντί της, ως συνειδητοί αποδέκτες της.
Μέσα σε αυτόν τον γοτθικό, αναπάντεχα εξπρεσιονιστικό και αδιαμφισβήτητα κινηματογραφικό καμβά (που πλην του σινεμά του Αϊζενστάιν, φέρνει στο μυαλό και εκείνο του Μουρνάου και του Όρσον Γουέλς), το φως βρίσκει πάντα και ρίχνει άγκυρα στο πράο… «ένα πρόσωπο – χίλιες λέξεις» του Σμοκτουνόφσκι. Όχι ως φωτοστέφανο, αλλά ως εξομολογητής. Ενός Άμλετ υπόκωφου και απέριττου, που ουδέποτε φλερτάρει με την απελπισία της τρέλας ή την αλαζονεία της εκδίκησης. Τόσο ανθρώπινου, που γειώνει όλο το φιλοσοφικό φορτίο του φιλμ, μετουσιώνοντάς το και σε (σπλαχνική) εμπειρία. Τα υπόλοιπα είναι σιωπή…