DOGVILLE (2003)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λαρς φον Τρίερ
- ΚΑΣΤ: Νικόλ Κίντμαν, Λόρεν Μπακόλ, Πολ Μπέτανι, Τζέιμς Κάαν, Πατρίσια Κλάρκσον, Τζέρεμι Ντέιβις, Μπεν Γκαζάρα, Φίλιπ Μπέικερ Χολ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 178'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Ενώ καταδιώκεται από τη Μαφία, μια γυναίκα ζητά πρόσκαιρο καταφύγιο σε μία μικρή, σχεδόν χαμένη πόλη του Κολοράντο. Οι κάτοικοί της την υποδέχονται φιλικά, χωρίς να φαντάζεται πως μπορεί να υπάρξει και κάποιο τίμημα.
Τόσο μεγαλομανής όσο δεν τόλμησε ποτέ να σκεφτεί ότι μπορεί να γίνει ακόμη και ένας Όρσον Γουέλς, ο Δανός αυτοκράτωρ Λαρς φον Τρίερ «χαμηλώνει» για άλλη μια φορά το βλέμμα του προς το ταπεινό είδος του κινηματογραφόφιλου θεατή και (του) παραδίδει ακόμη ένα μάθημα διάσπασης της φόρμας σε 35mm. Εσείς, όμως, αυτή τη φορά, θα μπείτε στον κόπο να αναρωτηθείτε: είναι σινεμά τούτο το πράγμα;
Από το 1984, με το «Στοιχείο του Εγκλήματος», επιτρέψαμε τα πάντα στον Τρίερ. Κι εκείνος μας ευχαριστούσε σαν γελωτοποιός της κάμερας, αλλάζοντας ύφος ανά ταινία και τινάζοντας στον αέρα ότι είχαμε μάθει από μια τέχνη 100 χρόνων ιστορίας και βάλε. Στο «Dogville», όμως, κάνει το μεγαλύτερο ατόπημα της καριέρας του, στήνοντας ένα έργο – παράσταση, που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι το «Θέατρο της Δευτέρας» ξαναχτυπά, αλλά στη μεγάλη οθόνη!
Επαναλαμβάνοντας τα κραυγαλέα μοτίβα του melo που με επιτυχία απενοχοποίησε στο «Δαμάζοντας τα Κύματα» (1996) ή το «Χορεύοντας στο Σκοτάδι» (2000), οδηγεί την ηρωίδα του σε μια «Μικρή μας Πόλη», σχεδιασμένη από την κιμωλία της μπρεχτικής αποστασιοποίησης, μέσα σ’ ένα άδειο plateau. Και παραγεμίζοντας με ιδεαλιστική αφέλεια το στόρι εκμετάλλευσης της πτωχής ηρωίδας, ολοκληρώνει με μία αλληγορία σύγχυσης για το αυτοκαταστροφικό έργο του ανθρώπινου είδους. Δεν θα ήθελα να μαρτυρήσω το φινάλε, αλλά θα ευχόμουν στο αμαρτωλό παρελθόν της κινηματογραφίας μας να έβλεπα μια Μάρθα Βούρτση να απαντά στην αδικία της ζωής με οπλοπολυβόλο…
Ο τυραννικός μισογυνισμός του Τρίερ είναι και πάλι εδώ, ο από μηχανής Θεός δεν ταυτίζεται ούτε με την αριστερή προπαγάνδα ούτε με την τρομοκρατία, όπως ειπώθηκε σε τεταμένες συζητήσεις στις φετινές Κάννες (εκτός κι αν ανήκετε σ’ εκείνους που «χρωματίζουν» πολιτικά το αιώνιο… άνθρωπος δαγκώνει άνθρωπο), η Νικόλ Κίντμαν δεν αρκεί για να σώσει το ναυάγιο κι αν όλα αυτά σας ακούγονται τρομακτικά κακοήθη, απαντήστε μου με ζαρζαβατικά ή στείλτε τους θεατρολόγους ν’ αποκωδικοποιήσουν το «μυστήριο» ώστε να βρει και η Τέχνη το δίκιο της. Εγώ βλέπω σινεμά!
Όσο για την περικοπή περίπου 45 λεπτών από την αρχική τρίωρη version του φιλμ, αποδεικνύει πόσο ντροπιασμένος μπορεί να αισθάνεται ο «Δημιουργός» μπροστά στην εμπορική καταδίκη της ταινίας. Αποθέωση του δήθεν, στο πλαίσιο του «statement» αχταρμά, οι κοινωνικής αφύπνισης φωτογραφίες ονείδους της Δωροθέα Λανγκ από την περίοδο του αμερικανικού κραχ στα credits τέλους, υπό τους ήχους του «Young Americans» του Ντέιβιντ Μπόουι! Ακόμη κι εκεί άστοχος, κύριε Τρίερ. Το «This is not America» θα προκαλούσε μεγαλύτερη σύγχυση…