ΔΥΟ ΗΜΕΡΕΣ, ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ (2014)
(DEUX JOURS, UNE NUIT)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζαν-Πιερ Νταρντέν, Λικ Νταρντέν
- ΚΑΣΤ: Μαριόν Κοτιγιάρ, Φαμπρίτσιο Ροντζιόνε, Κατρίν Σαλέ, Πίλι Γκρόινε
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS / ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Μετά την απουσία της εξαιτίας επικίνδυνης κατάθλιψης, η Σαντρά μαθαίνει ότι πρόκειται να χάσει τη δουλειά της, αν οι συνάδελφοί της ψηφίσουν να καλύψουν τη βάρδια της με υπερωρίες και παχυλό bonus. Με την αμέριστη στήριξη του συζύγου της, η Σαντρά συναντά έναν-έναν τους συναδέλφους της για να τους πείσει να αρνηθούν το bonus, επιτρέποντάς της έτσι να διατηρήσει τη δουλειά της.
Μια αβίαστα συγκινητική (ατόφιο κομμάτι ζωής) «Υπόσχεση» (1996) ήταν η πρώτη μου επαφή με το σινεμά των Βέλγων αδελφών Νταρντέν, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, στο Φεστιβάλ των Καννών του 1999, συνειδητοποίησα, με απογοήτευση που μου κάθισε σα μολύβι στο στομάχι, κάνοντάς μου ταυτόχρονα τα νεύρα κουρέλι, πως δεν επρόκειτο να… κρατήσουν την υπόσχεσή τους. Με αφετηρία τη βραβευμένη με τον Χρυσό Φοίνικα «Rosetta» τους, τα αδέλφια επιδόθηκαν σε ένα σινεμά / μανιέρα, αυστηρά φεστιβαλικής κατανάλωσης, που το βρίσκω κατ’ εξακολούθηση επιτηδευμένα μίζερο, εκβιαστικά συγκινητικό, καταχρηστικά ντοκιμαντερίστικο και επίπλαστα λιτό. Με άλλα λόγια ένα σινεμά, που ενώ χρησιμοποιεί αδιάντροπα όλα τα – αδύνατο να τους αντισταθείς – ανυπόφορα συγκινητικά τρικ τού μελοδράματος (θυμήσου τη σκηνή στην οποία η Ροζέτα κουβαλάει και της πέφτει, κουβαλάει και της πέφτει, αντί… απλά να σύρει τη μπουκάλα υγραερίου στο εξωφρενικά περίπλοκο σχέδιό της να αυτοκτονήσει, που ανακάλεσε και μου επισήμανε κωμικοτραγικά ο Ηλίας Φραγκούλης σε μια σχετική συζήτησή μας), δεν παραδέχεται σε καμία περίπτωση πως υπηρετεί το συγκεκριμένο είδος.
Αντίθετα, απαρνούμενο εντελώς τα έντονα, παλλόμενα χρώματα, τις υποβλητικές φόρμες, συνθέσεις και φωτοσκιάσεις στην πλανοθεσία, την αργή κίνηση και το ατμοσφαιρικό soundtrack που επιστρατεύει το μελόδραμα ως είδος, το σινεμά των Νταρντέν αυτο-προσδιορίζεται ως σοβαρός, απέριττος, αφτιασίδωτος, ατρόμητα ειλικρινής ρεαλισμός. Όντας, όμως, τελικά κάθε άλλο, αν ιδωθεί με ψυχραιμία. Ψυχραιμία, με την οποία είναι πολύ δύσκολο να οπλιστείς όταν τα σενάρια των Νταρντέν χειραγωγούν τόσο αδυσώπητα κάθε φορά τα πιο βασικά σου ένστικτα και συναισθηματικά αντανακλαστικά. Ψυχραιμία, που δεν επικράτησε ούτε στην περίπτωση του «Δύο Ημέρες, Μία Νύχτα», καθώς η παγκόσμια, κριτική και φεστιβαλική, πλειοψηφία τη θεωρεί ως την καλύτερη, σπουδαιότερη δουλειά τους από την εποχή… της «Rosetta».
Η αλήθεια είναι πως αυτό, το τελευταίο τους πόνημα αποτελεί ένα από τα λιγότερο forcé ή εκνευριστικά φιλμ τους. Με κινητήριο δύναμη μια λεπτών ισορροπιών, υπόκωφων εντάσεων και αδιόρατων, αλλά ευστοχότατων εναλλαγών ερμηνεία από την Κοτιγιάρ. Με μετριασμένα τα χειριστικά, σεναριακά τρικ (spoiler alert! – αν και χαπάκι το χαπάκι, κουραστική, η εδώ απόπειρα αυτοκτονίας είναι πολύ πιο βατή, πραγματική) και ελαττωμένη την οπτικοακουστική μιζέρια (το φως του ήλιου δεν αγνοείται, ενώ ακούγονται και δυο, ανεβαστικές ροκιές εκ του ραδιοφώνου!). Και με έναν επίλογο που ενώ αποκαλύπτει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, αφήνει ανοιχτό το μέλλον τής – αναπάντεχα ενδυναμωμένης με αξιοπρέπεια και ελπίδα πλέον – Σαντρά, το φιλμ καταφέρνει να μεταδώσει την αγωνία που προκαλεί η επαγγελματική αβεβαιότητα στους εργαζομένους τής εν κρίσει Ευρώπης, με αμέριστη κατανόηση προς όλους, άνευ διάκρισή τους σε καλούς ή κακούς.
Ωστόσο, το φιλμ δεν αποφεύγει τις – χαρακτηριστικά νταρντενικές – αυτοτρικλοποδιές. Κατ’ αρχήν, ιδέα δεν παίρνουμε για το πώς και τι οδήγησε τη Σαντρά στην κατάθλιψη, ειδικά αφού το σπίτι της είναι τόσο καλοβαλμένο και δεόντως ευρύχωρο για την τετραμελή οικογένειά της, τα παιδιά της στόμα έχουν και μιλιά δεν έχουν, ο σύζυγός της στέκει δίπλα της βράχος, όλο συμπαράσταση και ενθάρρυνση, και η σχέση της με ορισμένους από τους συναδέλφους της είναι κάτι παραπάνω από καλή. Γεγονός που κάνει την κατάθλιψή της να μοιάζει με ένα ακόμα… επιτηδευμένο, εκβιαστικό, καταχρηστικό και επίπλαστο τρικ, που εφευρέθηκε μόνο και μόνο ως αφορμή / δικαιολογία τής προσεχούς απόλυσής της. Αφορμή που αφενός πυροδοτεί την πλοκή τής προσπάθειας διατήρησης της δουλειάς της, και αφετέρου (ως πανδημία της εποχής) μπορεί να επιτύχει τη μεγαλύτερη δυνατή, συναισθηματική εμπλοκή τού θεατή.
Παράλληλα, η επαναληπτικότητα της αφήγησης (καθώς η Σαντρά συναντιέται κατά σειρά με τους περισσότερους από τους συναδέλφους της), σε συνδυασμό με την ελάχιστη (ανύπαρκτη, μη σου πω) προσέγγιση όλων των χαρακτήρων που την περιβάλλουν, κάνει το όλο εγχείρημα αναίτια, ενοχλητικά φλύαρο. Ειδικά αν σκεφτείς πως με τη μισή διάρκεια και το ίδιο αμφίσημο φινάλε – καλύτερο κομμάτι του, θα προέκυπτε ένα εξαιρετικά πιο αποτελεσματικό… μικρού μήκους. Η μεγαλύτερη, όμως, αδυναμία αυτού του φιλμ είναι η έλλειψη πρωτοτυπίας. Όχι μόνο γιατί βλέπεις ό,τι ακριβώς περιμένεις να δεις από μια ταινία των Νταρντέν. Αλλά γιατί, κυρίως, τόσο ο μοναχικός αγώνας μια γυναίκας ενάντια σε ένα άτεγκτο σύστημα, όσο και η προσπάθεια μιας ομάδας ανθρώπων να διατηρήσουν την ανθρωπιά τους κάτω από ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, έχουν ειπωθεί πολλάκις και στη μεγάλη και στη μικρή οθόνη, πολύ πιο ωμά ρεαλιστικά, απέριττα, συγκλονιστικά, συναρπαστικά και διαπεραστικά, αμαχητί, συγκινητικά: από το – παραλίγο συνονόματο – «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες» του Ρουμάνου Κριστιάν Μουντζίου, μέχρι και, ναι, το… «The Walking Dead»!