FreeCinema

Follow us

ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ (2014)

(BLIND)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Έσκιλ Βογκτ
  • ΚΑΣΤ: Έλεν Ντόριτ Πέτερσεν, Χένρικ Ραφάελσεν, Βέρα Βιτάλι, Μάριους Κόλμπενστβεντ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 96’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS

Παρά τις προτροπές του συζύγου της, η Ίνγκριντ, η οποία έχει χάσει πρόσφατα την όρασή της, αρνείται πεισματικά να βγει από το σπίτι, όπου ζει μόνη της με τους φόβους, τις βαθύτερες επιθυμίες και τις ανασφάλειές της. Τι θα συμβεί, όμως, όταν οι εσωτερικές της ανησυχίες αρχίσουν να επηρεάζουν σταδιακά όλο και περισσότερο τον κόσμο γύρω της και, τελικά, την ίδια την πραγματικότητα;

Το «Στο Σκοτάδι» είναι ένα δύσκολο φιλμ για να το παρουσιάσεις. Και αυτό συμβαίνει όχι τόσο επειδή δεν είναι δυνατό να περιγραφεί απλά και κατανοητά, αλλά γιατί η μεγαλύτερη δύναμή του έγκειται στην συνειδητοποίηση του τι πραγματικά είναι και του τι ακριβώς αφορά, οπότε επιβάλλεται μέχρι την προβολή του να έχει διατηρηθεί η αύρα τού μυστηρίου. Επίσης, είναι μια περίπτωση ταινίας όπου όλη η δυναμική κρύβεται μέσα στην ίδια την αρχική ιδέα του, ένα φιλμ που κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως «καλλιτεχνικό» και αφηρημένο, αν κάποιος δεν πειστεί από το πόσο ξεχωριστός είναι ο κεντρικός κορμός του. Τι, λοιπόν, μπορείς να γράψεις για μια ταινία, που το καλύτερο για εκείνη είναι να τη δει κάποιος που δεν έχει διαβάσει τίποτα σχετικά;

Μπορεί σίγουρα να πει κανείς ότι πρόκειται για μια δυνατή προσωπική ιστορία, στην οποία ο συμβιβασμός με τη νέα πραγματικότητα παίρνει ακραίες, καινούριες διαστάσεις. Μπορεί, επίσης, κάποιος να συμπληρώσει πως το «Στο Σκοτάδι» είναι μια ταινία που αφορά την προσπάθεια ενός ζευγαριού να ξεπεράσει την πρώτη, μεγάλη του συζυγική κρίση. Επιπλέον, δεν είναι λάθος να σημειώσουμε ότι η ταινία πραγματεύεται το βαθμό στον οποίο οι φόβοι μας επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ίδια την πραγματικότητα γύρω μας. Και, πάνω από όλα, το φιλμ σίγουρα αφορά τον τρόπο με τον οποίο εμείς οι ίδιοι ελέγχουμε τις παραμέτρους που θα οδηγήσουν στην επίλυση του προσωπικού μας δράματος.

Ακούγεται «δήθεν» και ίσως να τρομάξει κάποιον απροετοίμαστο θεατή, όμως η επιτυχία της ταινίας έγκειται στο γεγονός ότι ο Έσκιλ Βογκτ καταφέρνει να κάνει το «high concept» της προσιτό και κατανοητό, ακολουθώντας μια σταθερή πορεία μέχρι την πλήρη αποκάλυψη της ιδέας, και διατηρώντας μια χιουμοριστική προσέγγιση, όπως θα όφειλε κανείς απέναντι στο… ρεαλιστικά παράλογο. Ευτυχώς, το φιλμ δεν καταλήγει ποτέ να είναι πομπώδες ή υπερβολικά σοβαρό, η κεντρική ηρωίδα δεν παρουσιάζεται ούτε ως το απόλυτο θύμα αλλά ούτε και ως η ψυχρή σκύλα, στην οποία θα κινδύνευε να μετατραπεί σε λιγότερα ικανά χέρια, και οι σεναριακές ανατροπές έρχονται την κατάλληλη στιγμή (ο Βογκτ έχει καταπληκτική αίσθηση του timing), χωρίς να παραμένουν υπερβολικά αφηρημένες ώστε να πετάξουν το θεατή από την πραγματικότητα της ταινίας. Η φωτογραφία του Θύμιου Μπακατάκη συμβάλλει στη διατήρηση αυτής της φαινομενικά ανάλαφρης αλλά ουσιαστικά παιχνιδιάρικης αίσθησης, παίζοντας με το φως και τις σκιές, θολώνοντας τις έννοιες της αντίληψης περί πραγματικότητας και της αντικειμενικής της υπόστασης, μέχρι να πάψουν πια να υπάρχουν μεταξύ τους όρια, και εναλλάσσοντας ψυχρά στατικά πλάνα με πιο θερμά, προσωπικά στιγμιότυπα.

Ουσιαστικά, αυτό που επιχειρεί ο Βογκτ, δεν είναι πολύ μακριά από τους πειραματισμούς του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στην «Persona» ή την ανακατασκευή της ίδιας της πραγματικότητας από τον Κριστόφερ Μπο στο «Ερωτική Αναπαράσταση» (ακόμα και το καουφμανικής πένας «Adaptation» μπορεί να θεωρηθεί ως μακρινός συγγενής), αν και εδώ καταφέρνει να δώσει στο φιλμ μια ξεχωριστή ταυτότητα μέσα από το λόγο για τον οποίο συμβαίνουν όλα αυτά και από την απόλυτα ανθρωποκεντρική αφήγηση, που αναπόφευκτα κάνει συμμέτοχο τον ίδιο το θεατή. Ο τελευταίος είναι που θα πρέπει να ανακαλύψει την… αληθινή πραγματικότητα της ταινίας και εκείνος θα οδηγήσει ουσιαστικά την ιστορία στην κορύφωσή της. Γιατί, τελικά, το «Στο Σκοτάδι» θα μπορούσε να αφορά τον καθένα μας.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αποφεύγεις το arthouse σινεμά όπως ο διάολος το λιβάνι; Ήρθε η ώρα να αναθεωρήσεις τις απόψεις σου. Θεωρείς ότι «όλα πια τα έχουμε δει, δεν υπάρχουν πια πρωτότυπες ταινίες στην εποχή μας»; Μόλις βρήκες κάτι που θα σε εκπλήξει. Έχεις ακόμα πίστη στο ευρωπαϊκό σινεμά; Πολύ καλά κάνεις. Είσαι επιφυλακτικός σε μη αγγλόφωνες ταινίες; Αν το φιλμ προερχόταν από τον indie αμερικανικό κινηματογράφο, θα το είχες εκθειάσει. Προφανώς, αν βλέπεις μόνο μια ταινία το χρόνο, δεν πρόκειται να προτιμήσεις ένα νορβηγικό, «σουρεαλιστικό» φιλμ. Αν, όμως, αναζητάς τον καλό, παγκόσμιο κινηματογράφο που σέβεται το θεατή και τη νοημοσύνη του, μόλις βρήκες την «εναλλακτική» ταινία της εβδομάδας.


MORE REVIEWS

ΠΕΣΜΕΝΑ ΦΥΛΛΑ

Μεροκαματιάρης εργάτης με «αθώο» πρόβλημα αλκοολισμού γνωρίζει προλετάρια «αδελφή ψυχή» σε karaoke bar, εμφανίζεται το ενδεχόμενο του ρομαντικού σκιρτήματος, μα η κακοτυχία δέρνει και τους δύο, λες κι η μοίρα δεν επιθυμεί την ένωσή τους.

ΣΙΩΠΗΛΗ ΟΡΓΗ

Πατέρας που πενθεί τον θάνατο του γιου του, ορκίζεται να εκδικηθεί τις συμμορίες ναρκωτικών που μεταμόρφωσαν τη ζωή του σε βουβό δράμα. Όταν μιλούν τα πιστόλια, ποιος έχει ανάγκη τα λόγια;

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

Στο Σέιλεμ, ομάδα από νεαρά αγόρια και κορίτσια ανακαλύπτει κατά τύχη ένα καταραμένο μαχαίρι. Μέσα από μια σειρά από flashbacks, μαθαίνουμε πως το συγκεκριμένο αντικείμενο υπήρξε η αφορμή για πολλούς θανάτους και καταστροφές στο παρελθόν. Η χρήση του σε δαιμονικά παιχνίδια μεταξύ των παιδιών, αποκαλύπτει μια μικρή λεπτομέρεια: ο κάθε χαμένος, πεθαίνει πραγματικά!

ΦΟΝΙΣΣΑ

Σ’ ένα νησιωτικό χωριό, γύρα στα 1900, η γιαγιά Φραγκογιαννού αποφασίζει να κάνει πράξη αυτό που της δίδαξε η ζωή: απαλλάσσει βρέφη θηλυκά και μικρά κορίτσια από τη μαρτυρική εμπειρία του να μεγαλώσουν και να υποταχθούν σε μια σκληρή κοινωνία ανδροκρατίας, που μόνο βάσανα και δυστυχία μπορεί να τους προσφέρει.

ΝΑΠΟΛΕΩΝ

Μέσα στην οργή και τις κοινωνικές αναταραχές που ακολούθησαν της Γαλλικής Επανάστασης, ο Κορσικανός στρατιωτικός διοικητής Ναπολέων Βοναπάρτης εκμεταλλεύεται τους θριάμβους του στα πεδία των μαχών για ν’ ανέλθει στην εξουσία, ενώ παράλληλα φλέγεται από την ερωτική του επιθυμία για την Ιωσηφίνα ντε Μποαρνέ.