ATTRACTIVE ILLUSION (2012)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πέτρος Σεβαστίκογλου
- ΚΑΣΤ: Tmc, Τζ. Λάινους, Μ. Οχιλέμπο, Π.Ι.Ο. Αουστυένιο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 80’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
Η Οδύσσεια ενός κουαρτέτου λαθραίων Αφρικανών συνεχίζεται ως κάτι-σαν-Greek-dream, εξελίσσεται σε love story και καταλήγει ως τραγωδία στον «δικό τους» (υπό)κοσμο της Αθήνας.
Ξεβρασμένοι μαζί με άλλους παράνομους σε κάποια ελληνική ακτή, 2 άνδρες και 2 γυναίκες νεαρής ηλικίας απ’ τη Νιγηρία ξαναβρίσκονται κι ερωτεύονται στην πρωτεύουσα. Ο ένας ψάχνεται κι ο φίλος του παρατάει το εμπόριο «μαϊμούδων» για να γίνει βαποράκι και παλικαράς ενός ιδιοκτήτη κωλάδικου και νταβατζή συμπατριώτη τους, για τον οποίο εργάζεται ως πόρνη η μία και – κατά παραίνεσή της κατόπιν απόλυσης από Έλληνα μαγαζάτορα – σύντομα και η άλλη, οσοδήποτε απρόθυμα, αφού βιαστεί από το Νονό. Θα επιχειρήσει να το σκάσει αφού ξεφουρνίσει την αλήθεια στον ανίδεο καλό της, ενώ η μπάλα θα πάρει και το ζεύγος των φίλων τους (πλακωμένο ύστερα από μία απόπειρα της ζηλιάρας γυναίκας για μάγια εναντίον μιας πιθανής απιστίας του «άνδρα» της) και πιστών υπαλλήλων του gangster. Υπάρχει διαφυγή;
Όχι πολύ μακριά από μια micro-budget δοκιμή εν είδει τρόικας Nollywood, «Κακόφημων Δρόμων» και ρομαντικού μελοδράματος ελευθερίων ηθών, στα χέρια της οποίας έπεσε για 15 μέρες ο κάποτε ελπιδοφόρα ταρκοφσκικός δημιουργός του «Άνεμος στην Πόλη», αφού κατανοητά έθεσε εαυτόν πρόθυμα στην υπηρεσία των εδώ μαύρων – κυριολεκτικά και μεταφορικά – βιωμάτων (τα οποία απηχεί το και από ethnic χέρια σενάριο), του διδακτικού αντι-παραμυθιού (προειδοποιητικού για την ημεδαπή κολαστήρια απατηλή γη της Εδέμ) και ευτυχώς του όχι ανύπαρκτου ταλέντου (των ερασιτεχνών ηθοποιών και του δικού του) μιας ευαγγελικής κοινότητας των Γιορούμπα στο κλεινόν άστυ.
Καλύτερο από το, επιεικώς χαρακτηρισμένο ως αποτυχημένο, δεύτερο φιλμ του, «Τρεις Στιγμές», και επίσης πειραματιζόμενο, αλλά αυτή τη φορά με cheapie standards, fly on the wall τεχνικές, διακόσμους ντοκουμέντου και amateur διανομή ημι-αυτοσχεδιασμού, αυτό το αντίστροφης μετανάστευσης, ανεπίγνωστο ίσως, δείγμα των ψηφιακά γυρισμένων και κατ’ οίκον καταναλούμενων, ακαριαία αποσβέσιμων διδόλαρων straight-to-DVD hit του Χόλιγουντ του Λάγος (το 2ο σε παραγωγή και 3ο σε τζίρο κινηματογραφικό «σύστημα» στον πλανήτη) αποπλανεί σποραδικά, κατ’ αρχήν χάρη στη φυσική exotica αίσθηση, που εκπέμπει η προσβασιμότητα σε φυσικά στέκια και «στιγμές» της μειονότητας, στη συχνά αγνώριστη μεγαλούπολη: η «καμένη» νυχτερινή παλέτα εκρήγνυται κοκκωδώς μαζί με τον «έβενο» στην πιάτσα των «κοριτσιών» (προσέξτε το παράλληλο μοντάζ μίας θρησκευτικής δοξολογίας με το «πεζοδρόμιο») ή σ’ ένα party με live νιγηριάνικο reggaeton.
Το «πρώτα ζούμε, μετά ενσαρκώνουμε» του υλικού ιστορίας αποδίδει, στη συνέχεια, αρκετές πειστικά παιγμένες στιχομυθίες, σε ευφρόσυνα ανθρώπινες (το μπιτλικό «Let it Be» από τον ξέμπαρκο ήρωα στο δρόμο ή η «πρόταση γάμου» στην Κορεατική Αγορά) ή πιο αμείλικτα vérité (μια τσατσά τα χώνει άσχημα στις ανεπρόκοπες παστρικές της) σκηνές, που όμως εδώ δείχνονται με το δάχτυλο. Το αυτό δυστυχώς, για άλλο λόγο, και τα εν προκειμένω ηθικοπλαστικά μηνύματα της υποσαχάρια νέο-blaxploitation εμιγκρέ ρομφαίας (προσοχή στην πορνεία, όχι στην τελετουργική δεισιδαιμονία, μακριά από τα ναρκωτικά, η εύκολη ζωή που χαρίζει το έγκλημα σκοτώνει – κυριολεκτικά στο φινάλε…), που εκτίθενται συχνά από τον επιδιωκόμενο άτεχνα νατουραλισμό, όπως στο «σπάσιμο» της παρθένας από τον προαγωγό.
Επανερχόμενη χαλαρότητα τόνων και αφήγησης εξαιτίας της ελευθερίας στην επινόηση διαλόγων (χαρακτηριστικό το μεθύσι), τα genre στερεότυπα (οι fans των buddy crime dramas θυλάκων ξένης ιθαγένειας και των ταινιών… Τρούμπας δύσκολα θα δουν άσπρη μέρα εδώ) και η τεχνική ψιλογκετοποίηση (κυρίως φωτιστικά, στα εξωτερικά πλάνα ημέρας) έχουν, τέλος, κι αυτά το – για μία φορά όχι ελλην(αράδ)ικο – τίμημά τους σε ένα, τουλάχιστον, ευπρόσδεκτο για το τσαγανό του να ψαχτεί DIY και αλλόφυλα τόλμημα χαμηλότατου προϋπολογισμού. «Μέσα» στο «Κάθε κόρη Έλληνα πρέπει να πάει με μαύρο», που είπε η Λένα Κιτσοπούλου (κάθε γιος είναι πιο πιθανό να το κάνει, επί πληρωμή δυστυχώς, πάντως). Αλλά αν ψάχνει για arthouse προσόντα, όπως η γράφουσα καλή ώρα, να ερεθίζεται στη σκοτεινή αίθουσα και η φαιά ουσία, όχι μόνο να παίρνει το μάτι τον καβάλο…