ΕΠΑΦΗ (2019)
- ΕΙΔΟΣ: Σπονδυλωτό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τώνης Λυκουρέσης
- ΚΑΣΤ: Νένα Μεντή, Άκης Σακελλαρίου, Χρήστος Λούλης, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Βασίλης Κουκαλάνι, Γιώργος Χριστοδούλου, Δομνίκη Μητροπούλου, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Ναταλία Σουίφτ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 89'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΤΡΙΑΝΟΝ
Πέντε ακινητοποιημένες καμπίνες ασανσέρ, σε μια καλοκαιρινή Αθήνα που περιμένει εναγωνίως να επιστρέψει η παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος, αναγκάζουν διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους να συνυπάρξουν σε καταστάσεις που μπορεί να τους λυτρώσουν ή να τους οδηγήσουν σε έντονες συναισθηματικά εκρήξεις.
Δύσκολο είδος αυτό του σπονδυλωτού φιλμ και σπάνια καταλήγει σε κάτι θετικό, καθώς μεγαλύτεροι είναι οι κίνδυνοι του επιμερισμού της βαρύτητας ενός σεναριακού σκελετού σε… κάμποσα κομμάτια, τα οποία συχνότερα δεν βρίσκουν την μία και απαιτούμενα ιδανική αφηγηματική ισορροπία. Ο Τώνης Λυκουρέσης, του οποίου το δράμα εποχής «Σκλάβοι στα Δεσμά τους» είχε σαρώσει στα τελευταία Κρατικά Βραβεία, το 2008, επιστρέφει με ένα εγχείρημα αναπάντεχα μοντέρνο σε θεματικές, ύφος και στόχους, αλλά η γραφή είναι εκείνη που εγκλωβίζει τελικά τη storyline του και ουχί το αστικό blackout της πλοκής.
Με ένα σχεδόν σπονδυλωτό σενάριο (παράλληλης δράσης, όμως), η «Επαφή» βρίσκει τους ήρωές της υποχρεωτικά παγιδευμένους σε διαφορετικά ασανσέρ της Αθήνας (και στο τελεφερίκ που οδηγεί στον Λυκαβηττό) όταν συμβαίνει μια μεγάλη σε διάρκεια διακοπή ρεύματος. Δύο eco-terrorists, μια μάνα σε απόπειρα φυγής από την κόρη της, δύο μετανάστες… διαφορετικής γενιάς και προέλευσης, ένας τραυματιοφορέας κι ένα πτώμα, ένα νεαρό ζευγάρι που ήθελε να δει τη θέα της πόλης από ψηλά. Ο εγκλεισμός αυτός τι θα φέρει στις ζωές τους και πόσο μπορεί να επιδράσει στις μετέπειτα επιλογές τους;
Ενδιαφέρουσα αρχικά η ιδέα, μάλλον χαμένη ευκαιρία στην τελική όμως, εξαιτίας του τρόπου ανάπτυξης (και κατάληξης) των ιστοριών, που έστω κυλούν σε χρόνο δίχως να ενοχλούν, χάρη στην έμπειρη ματιά του Λυκουρέση και στον τρόπο που το μοντάζ χειρίζεται την αφήγηση, ακολουθώντας τη δράση μέσα σε αυτά τα πέντε ασανσέρ ξεχωριστά. Το να αναλυθεί το τι συμβαίνει στο καθένα από αυτά σε μια κριτική δεν είναι εφικτό, καθώς θα υποχρέωνε τον γράφοντα σε άπειρα spoilers, όμως μπορεί να σχολιαστεί μια κοινή γραμμή του σεναρίου να «αγγίξει» μια απροσδόκητη γκάμα χαρακτήρων της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, σε μια προσπάθεια να εξωτερικεύσει την ασφυκτική πίεση που βιώνουν στο (κάθε) περιβάλλον τους, όντας σε μια κατάσταση ειρωνικά αντίστροφη προς την ψυχολογία τους.
Το (μοιραία) άνισο της σημαντικότητας των έμψυχων πρωταγωνιστών του φιλμ, που δεν επιχειρεί να παντρέψει την προέλευσή τους και τους βίους τους σε ένα «σώμα», φανερώνει σταδιακά τις αδυναμίες τού σεναρίου, με τον θεατή να ταυτίζεται (ή όχι) με κάποιους από αυτούς, χωρίς όμως να ελπίζει την ίδια στιγμή να κατείχαν και μεγαλύτερο χρόνο παρουσίας στην οθόνη, καθώς η παγίδα της «κοιλιάς» καραδοκεί. Καλύτερα λειτουργεί η ιστορία της μάνας και της κόρης (ίσως το πιο ολοκληρωμένο κομμάτι της «Επαφής»), το εύρημα των μεταναστών είναι πανέξυπνο αλλά φρακάρει μέσα στην ατολμία του να κορυφωθεί σε κάτι πιο βίαιο και καίριο ως κοινωνικό σχόλιο για τον ρατσισμό, ενώ την παράσταση κλέβει (για μένα προσωπικά, έστω) το νεαρό ζευγάρι που παίρνει επάνω του την αισιόδοξη αύρα του φινάλε, αντιμετωπίζοντας το δίλημμα της καθόδου προς τη βαρετή τάξη πραγμάτων της πραγματικότητας ή την άνοδο μέχρι την κορυφή του Λυκαβηττού, σαν μια (αισιόδοξη) απόπειρα φυγής προς την ελευθερία και το φως (#diplhs) του Αττικού ουρανού (εδώ να τονίσω ότι η επιλογή να διαδραματίζεται η ταινία κατά τη διάρκεια της μέρας και όχι της νύχτας είναι σημειολογικά πολύ πιο σωστή). Επί του καλλιτεχνικού, έχει γίνει καλή δουλειά στα σκηνικά των χώρων που «έπαιξαν» τους ρόλους των ασανσέρ.
Η ετυμηγορία για την «Επαφή» είναι κάπως αμήχανη, καθώς το φιλμ δεν καταφέρνει να βρει το μήνυμα που θέλει να περάσει στο κοινό του, δίνοντας περισσότερο την αίσθηση ότι αυτό παρακολούθησε μια συρραφή από μικρού μήκους ταινίες που δεν έκαναν… επαφή μεταξύ τους.