ALMANYA: ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ (2011)
(ALMANYA: WILLKOMEN IN DEUTSCHLAND)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιασεμίν Σαμντερελί
- ΚΑΣΤ: Βεντάτ Εριντζίν, Ραφαέλ Κουσουρίς, Αϊλίν Τεζέλ, Λιλάι Χουσέρ, Αϊκούτ Καγιατζίκ, Ερκάν Καρατζαϊλί
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: LIGHTBOX
Τούρκος πάτερ φαμίλιας, που έχει μεταναστεύσει στη Γερμανία εδώ και δεκαετίες, αποφασίζει να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη, παίρνοντας μαζί ολόκληρο το σόι σε ένα ταξίδι διακοπών και επιστροφής στις ρίζες. Ένα ταξίδι για γέλια και για κλάματα. Κυριολεκτικά.
Εξελισσόμενο σε δύο χρονικούς άξονες, το φιλμ της Γιασεμίν Σαμντερελί είναι περισσότερο φιλόδοξο από ό,τι της επιτρέπει η διάρκεια της ταινίας. Μέσα σε εκατό λεπτά, επιχειρεί να δείξει το παρελθόν στην Τουρκία και τα γεγονότα που οδήγησαν τον νεαρό τότε Χουσεΐν να μεταναστεύσει στη Γερμανία, ενώ, ταυτόχρονα, καταγράφει την επιστροφή στο χωριό, μαζί με ολόκληρη την πολυπληθή του οικογένεια, η οποία περιλαμβάνει γιους, κόρες, νύφες, γαμπρούς και εγγόνια, λίγες μέρες μετά την επίσημη πολιτογράφησή του ως Γερμανού πολίτη.
Η αφήγηση προσπαθεί να διατηρήσει την ισορροπία ανάμεσα στο αναμενόμενο φολκλόρ και μερικές ευπρόσδεκτες δόσεις χιούμορ, που προκύπτουν κυρίως από τη στερεοτυπική άποψη που έχουν οι Τούρκοι για τους Γερμανούς. Ευτυχώς, το φιλμ αλλάζει τη συνήθη οπτική και δεν εξετάζει τον ανατολικό τρόπο ζωής μέσα από το πρίσμα του δυτικού κόσμου αλλά αντιστρέφει τους ρόλους, δίνοντας τη δυνατότητα για μερικά πραγματικά αστεία στιγμιότυπα. Ειδικά η εντύπωση της «ξένης» θρησκείας και η αντίδραση στον δυτικό τρόπο ζωής προκαλεί αβίαστα το γέλιο. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν προσπαθεί να παρουσιάσει μια «σκοτεινή» εικόνα, διατηρώντας έναν ανάλαφρο τόνο μέχρι και, τουλάχιστον, τη μέση της ταινίας.
Ενώ, όμως, στο κομμάτι που καταγράφει την άφιξη του Χουσεΐν στη Γερμανία, η Σαμντερελί αποφεύγει, όσο είναι δυνατόν, τα κραυγαλέα κλισέ, κατά την επιστροφή της οικογένειας στην Τουρκία δεν είναι τόσο προσεκτική και επαναλαμβάνει μια χιλιοειπωμένη ιστορία πολιτιστικής αφύπνισης, όπου η έννοια της οικογένειας μπαίνει στο επίκεντρο και γίνεται η κινητήριος δύναμη που θα διορθώσει όλα τα χάσματα. Φυσικά, για να τονωθεί η μεταστροφή, δε θα αργήσει να συμβεί και ένα δραματικό γεγονός, που θα βάλει πολύ βολικά τα πράγματα στη θέση τους, υπονομεύοντας εν μέρει την αρχική ισορροπία. Εκεί ο ανάλαφρος τόνος θα αντικατασταθεί με πιο μελό καταστάσεις και οι εξελίξεις θα γίνουν μάλλον σχηματικές στο δρόμο προς ένα διδακτικό φινάλε.
Το κυριότερο πρόβλημα, όμως, είναι ότι σε καμία από τις δύο ιστορίες η Σαμντερελί δεν προλαβαίνει να μείνει αρκετά ώστε να προχωρήσει πέρα από την επιφάνεια. Παρόλο που το σόι αριθμεί γύρω στα δεκαπέντε άτομα, ελάχιστα από αυτά καταφέρνουν να αποκτήσουν αρκετό κινηματογραφικό χρόνο για να τα γνωρίσουμε. Πέρα από τον Χουσεΐν (Βεντάτ Εριντζίν) και τη γυναίκα του, μόνο δύο από τα εγγόνια, ο μικρός Τσενκ (Ραφαέλ Κουσουρίς) και η κρυφά έγγυος Κανάν (Αϊλίν Τεζέλ), καταφέρνουν να αποκτήσουν τις δικές τους ιστορίες και να ξεχωρίσουν από το υπόλοιπο σύνολο. Ο μεν πρώτος γιατί γίνεται ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο ιστοριών μέσα από τη συνειδητοποίηση της πολιτιστικής του κληρονομιάς και η δεύτερη επειδή αποτελεί την αφορμή για την μερική άμβλυνση κάποιων πατροπαράδοτων ιδεών. Κι, επίσης, επειδή είναι εκείνη που αφηγείται την ιστορία του παρελθόντος, όπως της μεταφέρθηκε από τους παππούδες της.
Παρ’ όλα αυτά, παρά τα μειονεκτήματά της, η ταινία κυλά γρήγορα και απροβλημάτιστα, αλλά είναι κρίμα που δεν καταφέρνει να παραμείνει μέχρι το τέλος στο επίπεδο που υπόσχεται η αρχή. Ειδικά το φινάλε μοιάζει να είναι βγαλμένο από… συνταγή κλισέ (επιπέδου… διεθνούς παραγωγής), με ένα βεβιασμένο συναισθηματικό κρεσέντο, το οποίο αδικεί την υποσχόμενη αρχική προσέγγιση.