ALIEN: COVENANT (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Επιστημονικής Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρίντλεϊ Σκοτ
- ΚΑΣΤ: Κάθριν Γουότερστον, Μάικλ Φασμπέντερ, Μπίλι Κρούνταπ, Ντάνι ΜακΜπράιντ, Ντεμιάν Μπιτσίρ, Κάρμεν Ιτζόγκο, Τζούσι Σμόλετ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 122'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Το πλήρωμα του Covenant ταξιδεύει στο διάστημα με μερικές χιλιάδες εποίκους που ονειρεύονται να φτιάξουν μια νέα κοινωνία σε μακρινή άκρη του γαλαξία. Ένα σήμα, μάλλον από ανθρώπινο ον, θα τους βγάλει από την πορεία τους και θα τους οδηγήσει σε έναν εντελώς άγνωστο πλανήτη. Στο διάστημα κανείς δεν θα σε ακούσει να ουρλιάζεις «Είναι παγίδα!»…
Θα μπορούσα να είμαι λίγο πιο χαριστικός με τούτο εδώ μονάχα εάν η FOX αποφάσιζε να μην προσθέσει τη λέξη «Alien» στον τίτλο της ταινίας. Αλλά έκανε αυτό το… ολέθριο λάθος. Και το franchise έχασε, πια, κάθε είδος αξιοπιστίας και σεβασμού. Βασικά, θα ευχόμουν να υπήρχε και στη ρεαλιστική πραγματικότητα το iconic τέρας του Γκίγκερ και να «την έπεφτε» στον Ρίντλεϊ Σκοτ μία και καλή. Αλλά τέτοια θαύματα δεν γίνονται. Οπότε μένει σε εμένα αυτός ο ρόλος, μέσω της κριτικής για το «Alien: Covenant». Θα είμαι σκληρός.
Το να σέβεσαι ένα franchise που «δημιούργησες» (άθελά σου, στην αρχή) είναι πολύ δύσκολη υπόθεση τη σήμερον ημέρα, ειδικά όταν το studio βρίσκει ξανά νέους τρόπους να το επανα-λανσάρει, φτάνοντας μέχρι και στην αισχρή δικαιολογία του prequel. Το 2010 γίναμε… τούμπανο από τη μυστικότητα γύρω από τον «Προμηθέα» και το εύλογο ερώτημα, αν θα ανήκει στην κλασική μυθολογία του τέρατος που ξεκλήρισε το πλήρωμα του Nostromo (πλην της Ρίπλεϊ), το 1979. Η εισαγωγή του προηγούμενου φιλμ γέννησε νέα ερωτήματα, τα οποία δεν απαντήθηκαν ποτέ, αφήνοντας το πλήρωμα του Prometheus έρμαιο σε μια εξέλιξη πλοκής λίγο-πολύ γνωστή: αθώοι γήινοι προσεγγίζουν άγνωστο πλανήτη για να γίνουν «ξενιστές» και να προστατεύσουν την ύπαρξη αυτού του φονικού, εξωγήινου πλάσματος. Το μόνο ενδιαφέρον πράγμα που μας λέει το «Covenant», λοιπόν, είναι ένα flashback που αφορά τον πολιτισμό του πλανήτη στον οποίο κατευθύνεται το πλήρωμα τούτου του… sequel του prequel (έλεος κάπου!), που συνδέεται με τη μορφή από εκείνη την εισαγωγή αλλά και τη μοίρα του Prometheus. Πρόκειται για ένα subplot που θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα ολόκληρο φιλμ, όμως ο Σκοτ το σκορπίζει στον άνεμο μέσα σε λίγα λεπτά, λες και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να δικαιολογήσει το background του παρόντος σκηνικού του.
Επιχειρώντας να ανανεώσει την όλη saga του «Alien», μπλέκει το γενεαλογικό δέντρο των Xenomorphs όχι μόνο ως προς το παρουσιαστικό τους αλλά και ως προς τις μεθόδους μεταφοράς του «σπόρου» τους εντός του ανθρώπινου σώματος, ακυρώνοντας με ελαφρώς ανόητο τρόπο την όλη διαδικασία του «αυγού» και του θρυλικού facehugger, για να φτάσει σε μεταλλάξεις που κάνουν το τερατώδες πλάσμα τού «Alien: Η Αναγέννηση» (1997) να δείχνει λιγότερο αστείο (και σαφώς πιο αδικημένο στην ιστορία του franchise). Στο «Covenant» ο Σκοτ δεν κρατά στα χέρια του μια νέα «τράπουλα» ουσιαστικών αλλαγών, αλλά μονάχα μερικά κρυμμένα τραπουλόχαρτα εύκολου εντυπωσιασμού που δεν πηγαίνουν τη saga πουθενά. Πέραν των διαφορετικών μεταλλάξεων / μορφών που παίρνουν τα πλάσματα (σε κάποια φάση θα νομίζεις ότι βλέπεις τον «Λαβύρινθο του Πάνα» του Γκιγέρμο ντελ Τόρο!), η ιστορία αυτο-επαναλαμβάνεται για να μας μάθει (και καλά) την προέλευση των Xenomorphs, αλλά το σενάριο εδώ δεν ταυτίζεται με καμία «θεωρία της εξέλιξης» και για να μην αποκαλύψει τις αδυναμίες του προσθέτει «παρενθέσεις» πλοκών που θα ήθελαν να μπερδέψουν τον θεατή, αλλά (ειδικά αν είσαι φανατικός οπαδός της saga) στην τελική θα θυμώσεις περισσότερο από ποτέ.
Το στοιχείο της «έκπληξης» το οποίο αφορά την παρουσία του ήρωα που υποδύεται ο Μάικλ Φασμπέντερ έχει «καεί» από τη στιγμή που επαναλήφθηκε το casting του ίδιου ηθοποιού για τον ρόλο του android, ενώ το twist της ταυτότητας μεταξύ David / Walter είναι τόσο παιδιάστικο που σε κάνει να θέλεις να σηκωθείς από το κάθισμα και να εγκαταλείψεις την αίθουσα! Οι όποιες σημαίνουσες θεωρίες περί του «Δημιουργού» επανεμφανίζονται ως η απόλυτη (θρησκευτική) ύβρις αυτής της τεχνητής νοημοσύνης που θέλει να ταπεινώσει τον άνθρωπο και να παραδώσει τη σκυτάλη του κύκλου της ζωής σε ένα ανώτερο πλάσμα, πιο ικανό να επιβιώσει και ενδεχομένως να εξελιχθεί (υπό τις προσταγές του καινούργιου του «Θεού», πάντοτε). Το μπάχαλο που προκαλείται σε αυτό το σημείο είναι ανεκδιήγητα αφελές και θα βρει τους παλιούς fans σε διάθεση… μεγάλου αποχαιρετισμού. Ανεπιστρεπτί.
Ακόμη ένα… τερατώδες #fail του σεναρίου, είναι η μετατόπιση του κέντρου βάρους της εξέλιξης της ιστορίας, από την γυναίκα ηρωίδα (στο πρότυπο της Ρίπλεϊ) προς το αρσενικό android, η οποία μας απομακρύνει από το (μεταφορικό) μοτίβο της μητρικής φιγούρας (με το ανάλογο μαχητικό ένστικτο) προς τέρψιν της ειδωλοποίησης ενός ρομποτοειδούς το οποίο επιθυμεί να παραστήσει τον «Δημιουργό». Μοιάζει με προσβολή απέναντι στην προϊστορία (ή το… μέλλον, υπό κάποιο συγκεκριμένο οπτικό πρίσμα), αν το καλοσκεφτεί κανείς. Εκτός αν υποθέσουμε ότι η αποτυχία της αποστολής των David / Walter θα μας οδηγήσει στη γέννηση της αρχετυπικής ηρωίδας του διαστήματος. Όπως και να έχει, δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε εκτενέστερα, διότι το… αλαλούμ των συμπερασμάτων θα φανερώσει με ανεπανόρθωτο τρόπο τις αδυναμίες (ή το κατάντημα) του εγχειρήματος των prequels της saga.
Το μεγάλο κρίμα που χρεώνω στον κυριολεκτικά άχρηστο ως σκηνοθέτη, πλέον, Σκοτ είναι ότι κάποτε δημιούργησε ένα αριστούργημα απλότητας που έφερε νέα πνοή στο σινεμά τού φανταστικού και σήμερα το έχει ρίξει πιο χαμηλά από ποτέ, μέσω μιας «Βαβέλ» υποτιθέμενων ανατροπών που μονάχα ανακυκλώνουν με εξευτελιστική ανοησία τα μοτίβα που ήδη γνωρίζουμε. Το «Alien» του 1979 ήταν μια περιπέτεια επιβίωσης στο διάστημα. Το «Alien: Covenant» είναι μα απόπειρα επιβίωσης του franchise που καταλήγει σε ρουτινιάρικο φιάσκο. Κάθε επόμενη φορά και χειρότερο.