FreeCinema

Follow us

AGORÁ: ΑΠΟ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ (2015)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιώργος Αυγερόπουλος
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ

Μια καταγραφή της δυσβάσταχτης οικονομικής κρίσης που έπληξε την κοιτίδα της δημοκρατίας Ελλάδα, των αιτιών και των συνεπειών της στον κοινωνικό ιστό, από την αρχή της το 2009 μέχρι και σήμερα.

Υπάρχουν ντοκιμαντέρ που ξεπερνούν το «είδος» τους και προκύπτουν πραγματικά, σημαντικά, κινηματογραφικά αριστουργήματα: το «Crumb» του Τέρι Ζουάιγκοφ, το «My Generation» των Τόμας Χάνεκε και Μπάρμπαρα Κόπλ, ο «Ακήρυχτος Πόλεμος» του Μάικλ Μουρ, το «Συλλαμβάνοντας τους Φρίντμαν» του Άντριου Τζάρεκι, «Ο Όρμος» του Λούι Ψυχογιός, ή η βαθιά συγκινητική, δική μας «Αγέλαστος Πέτρα» του Φίλιππου Κουτσαφτή. Συγκλονιστικά ντοκιμαντέρ που σημαδεύουν αμετάκλητα το θυμικό. Που καταπιάνονται με σοβαρά θέματα, τα οποία έχουν σημαδέψει ή σημαδεύουν ακόμα μια τουλάχιστον γενιά. Που κοιτάνε την αλήθεια κατάματα και από όλες τις πλευρές, χωρίς να φοβούνται την (αυτο)κριτική και τον (αυτο)σαρκασμό. Και που ανήκουν αναμφίβολα στη μεγάλη οθόνη, χάρη στο αριστοτεχνικό, εύστροφο μοντάζ τους, καθώς – όπως είπε και ο Άλφρεντ Χίτσκοκ – το σινεμά δεν είναι η τέχνη των εικόνων, αλλά του συνταιριάσματος των εικόνων.

Το «Agorά», αν και σαφώς φιλότιμη, αξιοπρεπής και κατά τόπους ευστοχότατα μονταρισμένη προσπάθεια διερεύνησης ενός αδιαμφισβήτητα τεράστιου ελληνικού και ευρωπαϊκού προβλήματος , υπολείπεται κατά πολύ των παραπάνω παραδειγμάτων. Από τη μια, συνδιαλεγόμενος με Έλληνες και ξένους οικονομολόγους, πολιτικούς και αξιωματούχους, καθώς και με κάποιους από τους μετανάστες και ιθαγενείς που βρέθηκαν ξαφνικά άνεργοι και άστεγοι μέσα στην τελευταία πενταετία, ο Γιώργος Αυγερόπουλος ναι μεν κοιτά κατάματα και ρίχνει (περισσότερο) φως σε πράγματα που είτε γνωρίζαμε, αλλά όχι αρκούντως καλά, είτε υποψιαζόμασταν, αλλά δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε, είτε μας ήταν παντελώς άγνωστα: στη μαύρη τρύπα της ελληνικής οικονομίας που έπιασε εξαπίνης (κακώς) την κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου και (καλώς) τους λοιπούς ευρωπαίους κυβερνώντες (που μέχρι τότε εμπιστεύονταν τις ελληνικές ηγεσίες). Στη σκληρή αλήθεια του γεγονότος πως πολλοί από τους σύγχρονους άστεγους υπήρξαν οικογενειάρχες, ανώτερου μορφωτικού επιπέδου, με ευυπόληπτες δουλειές, σαν τον Βαγγέλη που εργαζόταν σε κατασκευαστική εταιρεία. Στην τρομακτική άνοδο φασιστικών και ρατσιστικών κινημάτων, αλλά και την αντίστοιχη κινήσεων αλληλεγγύης ιδιωτικής πρωτοβουλίας, σαν το κοινωνικό ιατρείο Ελληνικού, που ίδρυσε ο κύριος Βήχας. Στο κίνημα τον Αγανακτισμένων, με το οποίο – ομολογουμένως – ελάχιστα ασχολήθηκαν τα mainstream media. Στη ραγδαία αύξηση των αυτοκτονιών. Στη δολοφονία Παύλου Φύσσα, των συνεπειών και των «αντιποίνων» που πυροδότησε. Και στη λανθασμένη οικονομική μελέτη των Ρόγκοφ και Ράινχαρντ, που οδήγησαν την Ευρώπη (και όχι μόνο) στις καταστροφικές πολιτικές λιτότητας. Και αυτό, το αποκαλυπτικό φως, το ρίχνει με ενίοτε πανέξυπνο σαρκασμό (τα ενσταντανέ με τις έκπληκτες, πανικόβλητες φάτσες των ιθυνόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν μαθαίνουν την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, στην αρχή του φιλμ) και δαιμόνιο μοντάζ (όταν ο Βενιζέλος λέει «κάντε δημοσιογραφική έρευνα, δεν θα βρείτε ούτε ένα σπίτι στο οποίο να κόπηκε το ηλεκτρικό», ο Αυγερόπουλος κάνει cut σε… ένα σπίτι σκοτεινό, χωρίς ρεύμα).

Από την άλλη, όμως, ο Αυγερόπουλος ούτε την αλήθεια τολμά να κοιτάξει από όλες τις πλευρές, ούτε σπρώχνει το μαχαίρι τής (αυτο)κριτικής και του (αυτο)σαρκασμού, δεόντως ως το κόκκαλο. Κατακρίνει το πελατειακό κράτος που είχαν στήσει ΠΑΣΟΚ και ΝΔ την προ κρίσης 20ετία, αλλά αφήνει στα μαλακά τον ελληνικό λαό που τους ψήφιζε τόσα χρόνια. Λοιδορεί εμμέσως πλην σαφώς τον Γιώργο Παπανδρέου για το περιβόητο «λεφτά υπάρχουν», αλλά του δίνει συγχωροχάρτι όταν δηλώνει ότι υποχρεώθηκε από τους Ευρωπαίους σε παραίτηση από την πρωθυπουργία της χώρας, χωρίς ταυτόχρονα να επισημαίνει ότι αυτό συνέβη επειδή προκήρυξε μονομερώς δημοψήφισμα, κόντρα σε όσα είχε συμφωνήσει με τους εταίρους. Προβαίνει στο συμπέρασμα πως όλα όσα έγιναν, έγιναν για να σωθούν αποκλειστικά και μόνο οι μεγάλες τράπεζες του κόσμου τούτου, χωρίς όμως να κάνει μια έστω νύξη στο γιατί χώρες σαν την Ιρλανδία (που έχει ήδη βγει στις αγορές), την Ισπανία και την Πορτογαλία δεν είναι πια στη δεινή θέση όπου βρίσκεται εξακολουθητικά η Ελλάδα, ρίχνοντας μόνο ακροθιγώς το φταίξιμο που του αναλογεί στο σφόδρα διεφθαρμένο, αναξιοκρατικό και κάθε άλλο παρά ευνομούμενο ελληνικό δημόσιο. Και όλα τα παραπάνω μπορείς να του τα συγχωρέσεις, καθώς αφήνει τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, και τον πρώην Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ζαν-Κλοντ Τρισέ, να προτείνουν τον ελάχιστο έστω αντίλογο («μαζί με τις τράπεζες σώθηκαν και οι καταθέσεις των απλών πολιτών», υποστηρίζει ο μεν, ο οποίος παραδέχεται επιπλέον το λάθος των πολιτικών λιτότητας και την ανάγκη σταδιακής αλλαγής τους, «επικεντρωθείτε στο λάθος πριν την κρίση. Το κράτος σας λειτουργούσε τόσο ανεπαρκώς που κάποια στιγμή η κοινωνία ξόδευε 16% παραπάνω από όσα κέρδιζε. Αυτό είναι το λάθος. Αυτό είναι το απαράδεκτο. Αυτό δεν πρέπει να επαναληφθεί», επιμένει ο δε).

Αλλά υπάρχει και μια παράλειψη, που κατά τη γνώμη μου είναι αδικαιολόγητη, ασυγχώρητη και εν τέλει βάζει άσχημη τρικλοποδιά στον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του όλου εγχειρήματος. Όταν ο Βενιζέλος λέει ότι τα σκληρά μέτρα που έλαβε η συγκυβέρνηση λήφθηκαν για να αποφευχθούν, και αποφεύχθηκαν σκηνές Αργεντινής, με την αστυνομία έξω από τις τράπεζες να τις προφυλάσσει από τον κόσμο που θέλει να μπει μέσα για να πάρει τα λεφτά του, ο Αυγερόπουλος του απαντά σε αφήγηση off «όχι ακριβώς» και κάνει cut στα επεισόδια κατά τα οποία κάηκε το κέντρο της Αθήνας. Και βλέπεις μεταξύ άλλων το Αττικόν να γίνεται παρανάλωμα του πυρός. Όχι, όμως, και την… διπλανή τράπεζα, στην οποία τρεις ιδιωτικοί υπάλληλοι δεν έχασαν απλά τη δουλειά τους, αλλά την ίδια τη ζωή τους εξαιτίας της κοινωνικής αναταραχής που έχει προκαλέσει η κρίση. Τα δικά τους ονόματα, αντίθετα με του Παύλου, του Δημήτρη και του Βαγγέλη, δεν καταγράφονται στο «Agorά», και δεν δίνεται χώρος στους ανθρώπους τους που έμειναν πίσω να εκφράσουν και αυτοί (όπως οι γονείς του Παύλου και τα παιδιά του Δημήτρη και του Βαγγέλη) τον πόνο και το παράπονο τους. Γιατί; Επειδή έκαναν το «λάθος» να δουλεύουν σε τράπεζα;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Από τα ντοκιμαντέρ που λένε την αλήθεια αλλά… όχι όλη την αλήθεια, θα σε διαφωτίσει ικανοποιητικά για τους μηχανισμούς τα λάθη και τα πάθη της διεθνούς οικονομίας, ελάχιστα όμως θα σε προκαλέσει να κοιτάξεις ως Έλληνας πολίτης τον εαυτό σου στον καθρέφτη, να κάνεις την αυτοκριτική σου και να αναλάβεις το μερίδιο ευθύνης που σου αναλογεί.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.