ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΑΡΑ (2021)
(A CHIARA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζόνας Καρπινιάνο
- ΚΑΣΤ: Σουάμι Ρότολο, Πίο Αμάτο, Λεονάρντο Μπεβιλάκουα, Κλαούντιο Ρότολο, Αντόνιο Ρότολο Ούνο, Γκρέτσια Ρότολο, Σουζάνα Αμάτο, Νταμιάνο Αμάτο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 121'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART
Όταν ο πατέρας της εξαφανίζεται ξαφνικά από προσώπου γης, η δεκαπεντάχρονη Κιάρα αψηφά τις οικογενειακές προτροπές και ξεκινά την αναζήτησή του. Γρήγορα συνειδητοποιεί το πόσο λίγο τον γνώριζε.
Ο Ιταλός σκηνοθέτης Τζόνας Καρπινιάνο ολοκληρώνει την άτυπη τριλογία για τη γενέτειρα του, την Καλαβρία («Mediterranea» και «A Ciambra», οι δύο προηγούμενες), θέτοντας την τοπική Μαφία των ναρκωτικών υπό πολυεπίπεδης ματιάς, αλλά επιθυμώντας να διηγηθεί μια τυπική ιστορία ενηλικίωσης. Ξεκινώντας την ταινία του με μία ατέλειωτη σεκάνς γενέθλιου party (που από νωρίς θα δοκιμάσει αντοχές), συστήνει κάποια από τα (πολλά) μέλη της οικογένειας Γκουεράνιο, καταδεικνύοντας τις μεγαλεπίβολες βλέψεις του για κάτι που θυμίζει την αντίστοιχη γαμήλια έναρξη του «Νονού» (1972). Ο ίδιος, όμως, όχι μόνο δεν είναι Κόπολα, αλλά ούτε καν… πρωτοξάδελφος των αδελφών Σάφντι, με αποτέλεσμα το εγχείρημά του να περνά κάτω από τον (χαμηλό) πήχη των σχετικά παρόμοιου προβληματισμού και ύφους μακαρονάδικων δράματων, όπως τα «Αδέλφια εξ Αίματος» (2018) και «Η Μεγάλη Νύχτα της Νάπολης» (2019). Για σύγκριση, δε, με κοριτσίστικη ενηλικίωση εντός μυστικοπαθούς και κατά τι προβληματικού οικογενειακού περιβάλλοντος, όπως τέθηκε από το «Fish Tank» (2009) της Άντρεα Άρνολντ για παράδειγμα, ούτε λόγος να γίνεται.
Η Κιάρα είναι μία φυσιολογική έφηβη κοπέλα, με τις κολλητές της, το σχολείο της και τις ανασφάλειές της, που καταλαβαίνει καλά πως ο πατέρας της λατρεύει τόσο αυτήν, όσο και την κατά τρία χρόνια μεγαλύτερη αδελφή της. Δεν της περνάει για κανέναν λόγο από το μυαλό αυτό που μοιάζει να είναι κοινό οικογενειακό μυστικό και που αφορά την εγκληματική δράση του μπαμπά της, ως μεσάζοντα στην τοπική μπίζνα των ναρκωτικών, εξαιτίας της οποίας εκείνος οφείλει να την κοπανήσει όταν πια νιώθει πως η ζωή του κινδυνεύει. Ζώντας στην ευτυχία της άγνοιας και της εφηβικής φαντασίας του μύθου της αψεγάδιαστης πατρικής φιγούρας, η Κιάρα θα βρεθεί άξαφνα μπροστά σε σταυροδρόμι αποφάσεων, οφείλοντας να επιλέξει είτε να συνεχίσει να υποκρίνεται την ανήξερη, είτε ν’ ανακαλύψει το τι ακριβώς συμβαίνει.
Η επιλογή της να αναζητήσει την αλήθεια λειτουργεί περισσότερο ως πρόσχημα, ώστε ο Καρπινιάνο να θέσει την ηρωίδα του εντός άτυπου λαβύρινθου οικογενειακών ψεμάτων και μισόλογων, ποντάροντας όχι σε μια στέρεα δομημένη αφήγηση, αλλά στη σεναριακή… αφαιρετικότητα. Τούτη η προσέγγιση αποδεικνύεται μη λειτουργική για δίωρης (γιατί;) διάρκειας ταινία, καθώς το στόρι ενώ μοιάζει να μιλά για πολλά δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια. Το ένα κάποιο αρχικό μυστήριο σχετικά με τους λόγους εξαφάνισης του πατέρα της Κιάρα δεν δύναται να λειτουργήσει ως τέτοιο, αφού οι αιτίες της φυγής του «φωνάζουν» από το πρώτο σχεδόν λεπτό, με την επιμονή του Ιταλού σκηνοθέτη στη χρήση κάμερας στο χέρι, καθώς και στα ατέλειωτα close-up των πρωταγωνιστών του, να υπογραμμίζουν τον νατουραλιστικό τόνο του εγχειρήματός του. Το θέμα, εν προκειμένω, είναι πως από την πρωτοπορία του Τζον Κασαβέτις έχουν περάσει, πια, πενήντα χρόνια. Όσο για τον ιταλικό νεορεαλισμό, βάλτε άλλα τόσα… Ως φόρος τιμής, η «μέθοδος» του Καρπινιάνο κρίνεται ανεπαρκής. Ως σύγχρονη κινηματογραφική πρόταση, από την άλλη, στέκει ως παντελώς ανούσια.