Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!
Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ (1961)
(IL COLOSSO DI RODI)
- ΕΙΔΟΣ: Ιστορική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σέρτζιο Λεόνε
- ΚΑΣΤ: Ρόρι Καλχούν, Λέα Μασάρι, Ζορζ Μαρσάλ, Κονράδο Σαν Μαρτίν, Ρομπέρτο Καμαρντιέλ, Μαμπέλ Καρ, Άνχελ Αράντα
Ο Κολοσσός της Ρόδου δεν βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης, διότι… δεν θα μπορούσε να βρίσκεται εκεί! Η απεικόνιση του αγάλματος που έχει επικρατήσει και που αναπαριστά τον θεό Ήλιο να στέκεται με τα πόδια ανοιχτά και τα πλοία να περνούν ανάμεσά τους, οφείλεται εν πολλοίς στη… φαντασία των δυτικοευρωπαίων ζωγράφων του 14ου αιώνα και όχι σε αποδείξεις. Τέτοιες, άλλωστε, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν υπάρχουν. Ενδείξεις κι εκτιμήσεις, εν τούτοις, τοποθετούν το περίφημο άγαλμα στην περιοχή όπου αργότερα χτίστηκε το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου. Εκεί, στο υψηλότερο σημείο της (σημερινής μεσαιωνικής πόλης) της Ρόδου, εικάζεται πως υπήρχε ιερό του θεού Ήλιου, όπου σύμφωνα με τις συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων, στην είσοδό του ήταν τοποθετημένο το προς τιμήν του άγαλμα. Ήταν τόσο μεγάλο (γύρω στα τριάντα μέτρα ύψος), που σύμφωνα με τις διηγήσεις των ταξιδιωτών της εποχής ήταν ορατό «από το λιμάνι». Με την πάροδο των αιώνων, πιθανότατα το «από» έγινε… «στο», δημιουργώντας (και εν συνεχεία ενισχύοντας) τη λανθασμένη εικόνα περί της ακριβής του θέσης. Συν όλων των άλλων (που κυρίως έχουν να κάνουν με αρχαιολογικά ευρήματα του εικοστού αιώνα), η διαδικασία κατασκευής και στήριξης του Κολοσσού στο ζωτικής σημασίας για τη Ρόδο λιμάνι, θα σήμαινε την επί σειρά ετών άκρως προβληματική λειτουργία του, γεγονός σαφώς απαγορευτικό για τις ανάγκες της πόλης.
Κάπως έτσι έχει (μάλλον) η ιστορία για το ένα εκ των επτά θαυμάτων του αρχαίου κόσμου. Το θρυλικό peplum genre των δεκαετιών του ‘50 και του ’60, όμως, την Ιστορία την αντιμετώπιζε ως αφορμή και ουχί ως στόχο. Για να το θέσω αλλιώς, όποιος επιθυμεί να εντρυφήσει στο θέμα από την ιστορική του διάσταση, ώστε να μάθει τι ώθησε τους Ρόδιους να κατασκευάσουν τον Κολοσσό, πόσα χρόνια τους πήρε, τι σήμαινε για τον πολιτισμό τους και άλλα τέτοια ενδιαφέροντα, υπάρχει ο Παυσανίας και ο Στράβων (χώρια οι δεκάδες σύγχρονες μελέτες και δημοσιεύσεις)! Όποιος, όμως, θέλει να περάσει ένα δίωρο γεμάτο cult ψυχαγωγία του τύπου ξίφος και σανδάλι, υπάρχει ο Σέρτζιο Λεόνε και τούτο το σημαντικά παραγνωρισμένο (έναντι της υπόλοιπης φιλμογραφίας του) σκηνοθετικό ντεμπούτο του. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα, δηλαδή!
Τοποθετημένο στη σπάνια για τα peplum ελληνιστική περίοδο, το φιλμ συστήνει τον Έλληνα πολεμιστή Δαρείο, ο οποίος καταφθάνει «στο νησί της ειρήνης» Ρόδο, προκειμένου να χαλαρώσει κάτω από τον ζεστό ήλιο, όντας φιλοξενούμενος του θείου του. Φυσικά, δεν γνωρίζει τίποτα για τις μηχανορραφίες που συντελούνται στα πολιτικά παρασκήνια της πόλης, στις οποίες σύντομα θα μπλεχτεί και ο ίδιος, πριν καν το καταλάβει. Η άφιξη του (καλού πλην γυναικά) πολεμιστή στο νησί συμπίπτει με το ταυτόχρονο διπλό σχέδιο ανατροπής του τυράννου της Ρόδου, τόσο από τους ντόπιους αντάρτες που βαρέθηκαν τις καταπιεστικές μεθόδους διακυβέρνησής του, όσο κι από το δεξί του χέρι στην εξουσία, που καλοβλέπει τον θρόνο, έχοντας μάλιστα ιδιοτελείς σκοπούς να υπηρετήσει. Μέσα σ’ έναν κυκεώνα συμμαχιών και προδοσιών, ο επιβαρυμένος με την κατηγορία της κατασκοπείας Δαρείος θ’ αναγκαστεί να επιλέξει στρατόπεδο, με τις εκπλήξεις να παραμονεύουν στη γωνία για όλους τους παίκτες του δράματος. Όπως… παραμονεύει και ο Κολοσσός, που για τις ανάγκες του φιλμ έχει μετατραπεί από άγαλμα λατρείας σε υπερ-όπλο προστασίας του λιμανιού, μετατρέποντας τη Ρόδο σε απόρθητο φρούριο, το οποίο ουδείς εχθρός μπορεί να προσεγγίσει, αλλά ούτε και να εγκαταλείψει, κάτι που (πιστέψτε με) ήταν εξίσου σημαντικό.
Πολλές από τις εμμονές που θα χαρακτηρίσουν το μετέπειτα έργο του Λεόνε ντεμπουτάρουν στον «Κολοσσό της Ρόδου». Αν η επιλογή του πρωταγωνιστή Ρόρι Καλχούν (ο οποίος ως ηθοποιός είχε φτιάξει το όνομά του παίζοντας σε ταινίες… γουέστερν) μπορεί και να ήταν συμπτωματική, το σαρδόνιο χιούμορ, που κυρίως έχει να κάνει με το επαναλαμβανόμενο αστείο περί του «νησιού της ειρήνης», σίγουρα δεν είναι τέτοιο. Η γλαφυρή (σχεδόν σαδιστική) σκληρότητα της σκηνής των βασανιστηρίων δένει θαυμάσια σαν έμπνευση με την ευφάνταστη χρήση του Κολοσσού ως μέσου πύρινης προστασίας της πόλης, ανάβοντας τη σπίθα της ωμής αγριότητας, στοιχείο που ο σκηνοθέτης θα τελειοποιήσει που στα επερχόμενα spaghetti του. Οι ετερόδοξες συμμαχίες προ της ανάγκης επίτευξης κοινού στόχου, στέκουν σαν ακόμη ένα «πρωτόλειο» χαρακτηριστικό δείγμα του Λεόνε, η δε ίντριγκα του παλατιού (που εδώ βρίσκεται στη ραχοκοκαλιά της υπόθεσης) κάνει το φιλμ να διαφέρει αισθητά από τα υπόλοιπα peplum, μιας και στα περισσότερα εξ αυτών η συνομωσία αυτού του τύπου λειτουργούσε συνήθως ως καρύκευμα στο στόρι και όχι ως ο πλέον βασικός σκοπός.
Αυτό που λείπει από το φιλμ σε σχέση με τα μετέπειτα classic του Λεόνε είναι τα χαρακτηριστικότατα close-up πλάνα του, αφού το format του SuperTotalScope «φωνάζει» για λουσάτα μακρινά κάδρα, τα οποία ο dp Αντόνιο Λ. Μπαλεστέρος χαρίζει στον σκηνοθέτη απλόχερα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το έργο μέχρι και που μεταμορφώνεται σε… sword and sandal εκδοχή της «Σκίας των Τεσσάρων Γιγάντων» (1959), με τον «γίγαντα» στην προκειμένη να είναι μόλις ένας και να ονομάζεται Κολοσσός! Η σκηνή της ξιφομαχίας πάνω στο άγαλμα είναι εντυπωσιακότατη ως σύλληψη κι εκτέλεση, βάζοντας το κερασάκι στην τούρτα τούτου του ψυχαγωγικότατου εκπροσώπου ενός genre που στις μέρες μας μπορεί να θεωρείται μάλλον démodé, όμως, για δεκαετίες αποτελούσε ένα γνήσιο θέαμα λαϊκής διασκέδασης.