ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΛΑΣ ΒΕΓΚΑΣ (1995)
(LEAVING LAS VEGAS)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικ Φίγκις
- ΚΑΣΤ: Νίκολας Κέιτζ, Ελίζαμπεθ Σου, Τζούλιαν Σαντς, Γκρέιαμ Μπέκελ, Κάρεϊ Λόουελ, Βαλέρια Γκολίνο, Ρίτσαρντ Λιούις, Στίβεν Γουέμπερ, Λόρι Μέτκαλφ, Ντάνι Χιούστον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 111'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: BIBLIOTHEQUE
Ο Μπεν φτάνει στο Λας Βέγκας με σκοπό να πεθάνει από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Η Σέρα είναι μια πόρνη που θα σταθεί δίπλα του στην πορεία, τηρώντας μια αμοιβαία συμφωνία: κανείς δεν θα ζητήσει από τον άλλον ν’ αλλάξει κάτι από τα «θέλω» του. Μέχρι τέλους.
Ακόμη κι ένας θεατής του σήμερα μπορεί να εκπλαγεί (ή και να σοκαριστεί) όταν συνειδητοποιήσει ότι το «Αφήνοντας το Λας Βέγκας» είχε προταθεί για τέσσερα βραβεία Όσκαρ (σκηνοθεσίας, πρώτου ανδρικού ρόλου, πρώτου γυναικείου ρόλου και διασκευασμένου σεναρίου) το 1996. Μονάχα ο Νίκολας Κέιτζ το είχε κερδίσει, με μια ερμηνεία οδοστρωτήρα, ίσως την πιο κυνικά σκληρή απόδοση αλκοολικού ήρωα στα χρονικά του σινεμά.
Ο Μπεν είναι ένας σεναριογράφος που έχει κάψει το «χαρτί» του στο Χόλιγουντ, εξαιτίας του εθισμού του στο αλκοόλ. Κάποτε είχε γυναίκα και παιδί. Δεν είναι σίγουρος αν τους έχασε επειδή έπινε ή αν άρχισε να πίνει επειδή τους έχασε. Θα εγκαταλείψει την Πόλη των Αγγέλων και θα μετακομίσει στο Λας Βέγκας, δίχως κανένα στήριγμα ή «φορτία» ζωής ξοπίσω του. Σκοπός του είναι το «φευγιό». Το απόλυτο. Το οριστικό. Στο δρόμο του θα πέσει η Σέρα, μια βίζιτα ξενοδοχείων που ενίοτε κάνει και πεζοδρόμιο για να μην κινδυνεύσει η σωματική της ακεραιότητα από τον νταβατζή της. Ανεξάρτητη στο πνεύμα, τραυματισμένη από τη μοναξιά της και δίχως τη διάθεση να σχεδιάσει εναλλακτικές «φυγής» από την καθημερινότητά της. Θα βρεθούν ξανά ο Μπεν κι η Σέρα. Σαν να ήταν ένας νόμος του karma. Εκείνη θα του προτείνει να παρατήσει το άθλιο δωμάτιου του motel στο οποίο μένει και να τον φιλοξενήσει στο σπίτι της. Ο Μπεν θα της ζητήσει να μην του πει ποτέ να σταματήσει να πίνει. Η Σέρα θα του ζητήσει να μην της πει ποτέ να σταματήσει να πουλάει το κορμί της.
«I liked his drama, and he needed me. And I loved him. I really loved him…», λέει η Σέρα σ’ ένα καίριο σημείο του φιλμ (οι προσωπικές, εξομολογητικές σκηνές της, στις οποίες θεωρούμε ότι απευθύνεται σ’ έναν ψυχαναλυτή, αποτελούν τα… tests που τράβηξε ο Μάικ Φίγκις με την Ελίζαμπεθ Σου, πριν καν μπουν στα κανονικά γυρίσματα της παραγωγής!), για να εξηγήσει την έλξη που ένιωσε για τον Μπεν. Και κάπου εκεί φαντασιώνεις ότι μπορεί να βγει έως κι ένας κανονικός Επιτάφιος, κάτι που θα λυτρώσει τη «θυσία» της κοινής τους διαδρομής και θ’ ανυψώσει την ψυχή του Μπεν, καθώς θ’ «αφήνει» το Λας Βέγκας. Το φινάλε είναι προδιαγεγραμμένο και διόλου διαπραγματεύσιμο, άλλωστε.
Ο Φίγκις υπογράφει εδώ την πιο ολοκληρωμένη δουλειά της καριέρας του, ένα αφτιασίδωτο δράμα σχέσης που οι λέξεις «καταραμένη» ή «αυτοκαταστροφική» απαξιώνουν τη βαρύτητά του. Είναι σαν από «άλλο πλανήτη» το ταίριασμα του Μπεν και της Σέρα, είναι αδυσώπητα παγερή η προσέγγιση του δημιουργού, που καταγράφει με συνέπεια αυτή την πτώση προς την ολοκληρωτική ήττα συνύπαρξης με τη ζωή, την κοινωνία, τα πάντα. Κι είχε και τα κότσια ν’ «αναπνέει» με κάθε τρόπο δημιουργικά μέσα από το φιλμ ο Φίγκις, συνθέτοντας ένα λυρικό, αντι-τραγικό score και παίζοντας ο ίδιος τρομπέτα και πλήκτρα, ελέγχοντας πλήρως το tempo του έργου. Πραγματική δύναμη ενέργειάς του, ο Κέιτζ ερμηνεύει κάτι ανάμεσα σε «παγιδευμένο» βαμπίρ που έχει στερηθεί το αίμα από τις φλέβες των θνητών υπάρξεων που τον προσπερνούν σ’ όλη την πόλη και σε πραγματικό «λιώμα» αλκοολισμού (έπινε στ’ αλήθεια προβάροντας τον ρόλο και βιντεοσκοπώντας τον εαυτό του, ώστε να παρατηρήσει τη μέθοδο ομιλίας που θα υιοθετούσε στα μετέπειτα γυρίσματα), στα πρόθυρα μιας απεγνωσμένης έκφρασης αυτοχειρίας.
Σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα (!), το «Αφήνοντας το Λας Βέγκας» δεν έχει γεράσει καθόλου. Εξακολουθεί να είναι η ίδια θρηνωδία κινηματογραφικής εμπειρίας. Που δεν κατεβαίνει κάτω. Χωρίς λυγμούς. Με ή χωρίς πάγο.