ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΚΟ (2020)
(SHEYTAN VOJUD NADARAD)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μοχάμαντ Ρασούλοφ
- ΚΑΣΤ: Μπαράν Ρασουλόφ, Ζίλα Σάχι, Μοχάμαντ Σεντίγκιμερ, Μοχάμαντ Βαλιζαντέγκαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 151'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Τέσσερις διαφορετικές ιστορίες με κοινή θεματική: την εφαρμογή της θανατικής ποινής στο Ιράν. Μια ταινία – δριμύ πολιτικό κατηγορώ ενός δημιουργού κυνηγημένου στον ίδιο του τον τόπο και παράλληλα μια καταγραφή της σκληρής πραγματικότητας, σε μια χώρα όπου η αυτοδιάθεση του ατόμου μοιάζει με πολυτέλεια.
«Δεν Υπάρχει Κακό» ονομάζεται η νέα ταινία του Ιρανού Μοχάμαντ Ρασούλοφ, ενός καλλιτέχνη που βίωσε στο πετσί του ακριβώς το πόσο κακό υπάρχει στον κόσμο μας, όταν επιστρέφοντας στο Ιράν μετά το Φεστιβάλ Καννών του 2017, η Κυβέρνηση της χώρας του τον καταδίκασε σε φυλάκιση ενός έτους, ως άτομο που καλλιεργεί την προπαγάνδα μέσα από το έργο του, απαγορεύοντάς του παράλληλα να ξαναγυρίσει ταινίες. Ευτυχώς για το «μαχητικό» σινεμά, αυτό το τελευταίο δε συνέβη. Αποσπώντας την ύψιστη διάκριση στο Φεστιβάλ Βερολίνου του 2020, τούτο το σπονδυλωτό δράμα του Ρασούλοφ δεν «έρχεται» στα καθ’ ημάς χωρίς να απαιτεί και το αντίστοιχο αντάλλαγμα από τον θεατή – πιο συγκεκριμένα, την υπομονή και τον χρόνο του, δεδομένης της διάρκειας του φιλμ που παίζει λίγο πάνω από τις δυόμιση ώρες. Δικαιώνει τον θεατή η διάρκεια της ταινίας; Διατηρούμε τις αμφιβολίες μας…
Ιστορία πρώτη. Η καθημερινότητα μιας οικογένειας, οι συζυγικές και πατρικές υποχρεώσεις ενός άνδρα, μέχρι τη στιγμή της σοκαριστικής αποκάλυψης. Ιστορία δεύτερη. Ένας στρατιώτης βρίσκεται σε απόγνωση, αναγκασμένος να σκοτώσει για πρώτη φορά στη ζωή του, κατ’ εντολή του ιρανικού στρατού στον οποίο υπηρετεί. Ιστορία τρίτη. Ένας άλλος στρατιώτης βρίσκεται σε τριήμερη άδεια από το στρατό, προκειμένου να επισκεφτεί την αγαπημένη του που έχει γενέθλια. Οι αποκαλύψεις γύρω από την επίσκεψή του, θα δυναμιτίσουν το μέλλον της σχέσης τους. Ιστορία τέταρτη. Μια νεαρή γυναίκα θα επισκεφτεί τη γενέτειρά της, επιστρέφοντας για ολιγοήμερες διακοπές από τη Γερμανία όπου βρισκόταν για σπουδές, προκειμένου να συναντήσει τον θείο της και τη γυναίκα του, κατόπιν παρότρυνσης του πατέρα της. Τα καλά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά θ’ αναδυθούν στην επιφάνεια με τον πλέον απρόσμενο τρόπο.
Η σύγχρονη σχολή του ιρανικού σινεμά είναι γνωστή τόσο για την νατουραλιστική κινηματογράφηση των θεμάτων της, όσο και για την επιλογή καθημερινών, κατά τα άλλα συνηθισμένων γεγονότων που όμως στιγματίζουν βαθιά τους εκάστοτε ήρωες – ένας χωρισμός, μια εξαφάνιση, μια αναζήτηση. Στην περίπτωση του Ρασούλοφ, αυτή η συνηθισμένη, επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα λαμβάνει εκτάσεις σαφέστατου κοινωνικοπολιτικού σχολίου, αν και όποιος είναι συνηθισμένος στο εν λόγω εθνικό σινεμά, γνωρίζει πως κάθε ιρανική ταινία δημιουργείται (άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο) με αφετηρία μια κάποια κριτική στάση απέναντι στο ισχύον σύστημα της χώρας. Στην προκειμένη, ο Ρασούλοφ (σε δικό του σενάριο) φέρνει στο προσκήνιο τις συνέπειες και τις αλυσιδωτές αντιδράσεις, όπως αυτές προκύπτουν από την ύπαρξη της θανατικής ποινής, η οποία εξακολουθεί να εφαρμόζεται μέχρι και σήμερα στο Ιράν, άλλοτε από «επαγγελματίες» κι άλλοτε από απλούς στρατιώτες, με τον Ιρανό δημιουργό να παίρνει ξεκάθαρη θέση, αναδεικνύοντας τα πολλαπλά, ανθρώπινα δράματα που παίζονται πίσω από κλειστές πόρτες, στον απόηχο μιας ακόμη προγραμματισμένης εκτέλεσης.
Ναι, το «Δεν Υπάρχει Κακό» είναι μια ταινία που εκμεταλλεύεται ορθά το μέσο (της) προκειμένου να ασκήσει την κριτική της, ενδυναμώνοντας έτσι τον δημιουργό της, ο οποίος αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει τα γυρίσματα σε κεφάλαια, ως άτυπες ταινίες «μικρού μήκους», προκειμένου να μην γίνει αντιληπτός από την ιρανική Κυβέρνηση. Από τη μία πλευρά, το φιλμ πετυχαίνει το στόχο του, μιας και ο Ρασούλοφ είναι έτσι κι αλλιώς αποδεκτός για το κινηματογραφικό του όραμα. Από την άλλη, η εξαντλητική διάρκεια, ο αργός (πάρα πολύ αργός…) ρυθμός και η λειψή δυναμική των τελευταίων κεφαλαίων (σίγουρα το πρώτο αποτελεί και το καλύτερο της ταινίας), καθιστούν το «Δεν Υπάρχει Κακό» σε ένα έργο με σημαντικό μήνυμα που, όμως, δύσκολα βλέπεται. Υπάρχουν στιγμές που δε συμβαίνει πρακτικά τίποτα, το (όποιο) σενάριο δεν εξυπηρετεί πρακτικά τίποτα, το μήνυμα έχει ήδη «περάσει» στο κοινό, αλλά η κάμερα εξακολουθεί να μένει κολλημένη σε πλάνα που θα μπορούσαν να βρίσκονται εκτός, μειώνοντας έτσι την διάρκεια, δίχως να θυσιάζεται η ουσία του περιεχομένου. Πέρα από το «βάρος» του θέματος το οποίο πραγματεύεται, η… κόπωση που προκαλεί η παρακολούθηση αυτής της ταινίας σίγουρα θα καταλήξει απαγορευτική για μερίδα θεατών.