FreeCinema

Follow us

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΛΕΓΑΝ ΟΤΤΟ (2022)

(A MAN CALLED OTTO)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μαρκ Φόρστερ
  • ΚΑΣΤ: Τομ Χανκς, Μαριάνα Τρεβίνο, Ρέιτσελ Κέλερ, Τρούμαν Χανκς, Μάικ Μπιρμπίλια, Κάμερον Μπρίτον, Μανουέλ Γκαρσία-Ρούλφο, Χουανίτα Τζένινγκς
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 126'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Γκρινιάρης χήρος με τάσεις αυτοκτονίας, εξαιτίας της αδυναμίας του να ξεπεράσει τον θάνατο της πολυαγαπημένης του συζύγου, προς μεγάλη του… απογοήτευση βλέπει τα πράγματα με «άλλο μάτι», όταν οι νέοι του γείτονες ανακατεύονται στη μίζερη ζωή του.

Η σουηδική ταινία «Ο Κύριος Όβε» (2015) είχε σημειώσει τεράστια επιτυχία στα ταμεία της χώρας προέλευσής της, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να κάνει αισθητή την παρουσία της και εκτός συνόρων. Η σαρκαστική της ματιά, που συνδύαζε ιδιόμορφο σκανδιναβικό χιούμορ με άφθονο συναίσθημα, άρεσε στο κοινό (όχι άδικα, κατά τη γνώμη μου), σημειώνοντας μάλιστα και δύο οσκαρικές υποψηφιότητες στις κατηγορίες του ξενόγλωσσου φιλμ και του μακιγιάζ. Δεν ξέρω κατά πόσο έχει οσκαρικές βλέψεις τούτη η νέα version, πάντως, γεγονός είναι πως οι εμπλεκόμενοι διαθέτουν σχετικό παρελθόν στο θεσμό. Ο σκηνοθέτης Μαρκ Φόρστερ συνεργάζεται ξανά με τον σεναριογράφο της εμπορικής και καλλιτεχνικής επιτυχίας του «Ψάχνοντας τη Χώρα του Ποτέ» (2004), Ντέιβιντ Μαγκί, αλλά, κυρίως, επιστρατεύεται το βαρύ πυροβολικό που λέγεται Τομ Χανκς. Ο «γρουσούζης» πλην μεγαλόκαρδος Όττο μοιάζει ρόλος κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του για να κοιτάξει κατά… Ακαδημία μεριά, εντούτοις, το πράγμα δεν τσουλάει.

Η αιτία γι’ αυτό βρίσκεται κατά κύριο λόγο στη συγγραφική διασκευή, αλλά και στη σκηνοθετική προσέγγιση του θέματος. Το ντουέτο των Φόρστερ και Μαγκί ατυχώς έχει αντικαταστήσει τον ψυχρό κυνισμό του original με άφθονες δόσεις… σακχαρίνης, με αποτέλεσμα τούτος ο «Όττο» να είναι περισσότερο γλυκανάλατος από στρυφνός. Εξίσου σημαντικός λόγος αστοχίας αποδεικνύεται και η επιλογή του πρωταγωνιστή. Ο πρώτος διδάξας ως «Κύριος Όβε», ο Ρολφ Λάσγκορ, άφηνε την βέβαιη αίσθηση πως σε περίπτωση που τον είχες για γείτονα, εύκολα άλλαζες πόλη. Η εκνευριστική του τυπολατρία φλέρταρε σε έντονο βαθμό με το πρήξιμο αρχιδιών, δημιουργώντας συνθήκη ικανή να βγάλει τον οποιοδήποτε εκτός εαυτού. Ο Τομ Χανκς, από την άλλη, μπορεί να είναι από τους πιο άξιους και αγαπητούς σύγχρονους χολιγουντιανούς stars, όμως, όλα αυτά τα χρόνια έχει φανεί πως από το υποκριτικό του οπλοστάσιο η έννοια της μοχθηρίας απουσιάζει. Θεωρώ πως αυτό φάνηκε και στον πρόσφατο «Elvis», όπου η συγκεκριμένη του αδυναμία μακιγιαρίστηκε κάτω από τα προσθετικά μιας γκροτέσκας φιγούρας, ώστε να περάσει ως τύποις «κακός».

Το στόρι, σε σχέση με το πρωτότυπο σουηδικό φιλμ, έχει αλλάξει από ελάχιστα έως… καθόλου. Ο Όττο είναι ένας 60χρονος άνδρας, βασανισμένος από τον πρόσφατο θάνατο της συζύγου του, που η μοίρα τον έφερε στη δυσάρεστη θέση να θέλει να βάλει τέλος στη ζωή του. Ακόμα και ελάχιστα λεπτά προτού… δέσει τη θηλιά στο λαιμό του, όμως, ο Όττο θα επαναλαμβάνει (μεταξύ άλλων) σε εκνευριστικό βαθμό τον εθιμοτυπικό του έλεγχο στις άδειες των παρκαρισμένων αυτοκινήτων της γειτονιάς του, παραμένοντας τυφλά προσηλωμένος στην ατελείωτη λίστα κανόνων ιδιοκτησίας, που απαρέγκλιτα οφείλουν να τηρούνται. Το σερί των αποτυχημένων απόπειρών αυτοκτονίας του θα διακοπεί με την άφιξη της λατινοαμερικάνικης οικογένειας του απέναντι διαμερίσματος, και ιδιαίτερα της Μαρισόλ, η οποία αντιτάσσει επίμονη φιλικότητα στην «γρουσουζιά» του.

Δεν υπάρχει κάτι το δογματικά κατακριτέο σε μια ανθρώπινη, συναισθηματική ιστορία για τη μοναξιά της τρίτης ηλικίας, σε συνδυασμό με την θεραπευτική δύναμη που πηγάζει από τη συντροφικότητα (σε οποιαδήποτε μορφή της). Το πρόβλημα, εν προκειμένω, είναι πως ενώ τούτο το φιλμ θα έπρεπε να αποτελεί ένα αυθόρμητο, διδακτικό «παραμύθι» για το ενήλικο κοινό, μοιάζει με βεβιασμένη και άτσαλη προσπάθεια προσωποποίησης της σύγχρονης πολιτικής ορθότητας (ο gay του original που φοβόταν τον πατέρα του, εδώ έχει εξελιχθεί σε πιο «προχώ» φάση transsexual…), με τα πάντα να έχουν πασπαλιστεί με τη χρυσόσκονη του αγγελικά πλασμένου. Ο γκρινιάρης Όττο από το κωλοχώρι της Πενσιλβάνια, που όλα τον ενοχλούν και όλα του βρωμάνε, ξαφνικά βρίσκεται να συναναστρέφεται με τους πάντες! Και πρόβλημα μ’ αυτό δεν έχει κανένα! Αν ο συνδυασμός χιούμορ, πόνου και λύτρωσης, αποδιδόταν με την άνεση και την πειστικότητα που κατέθεσε ο Κλιντ Ίστγουντ στο περίπου παρόμοιο (υπό αυτό το πρίσμα) «Grand Torino» (2008), τότε θα ήμασταν πιο διαλλακτικοί (ίσως). Ο Χανκς, είτε εξαιτίας ανεπαρκούς σκηνοθετικής καθοδήγησης, είτε για άλλους λόγους, δυσκολεύεται χαρακτηριστικά να βρει την ισορροπία ανάμεσα στην καλοσύνη του εσωτερικού κόσμου του Όττο και τη σκληράδα του προσωπείου του, καταλήγοντας να θυμίζει ηλικιωμένη εκδοχή του νεαρού του εαυτού από τις κομεντί της δεκαετίας του ‘80. Η εναρκτήρια σεκάνς, με την αγορά σχοινιού για… κρέμασμα, στέκει ως λίαν χαρακτηριστική.

Ως κερασάκι στην τούρτα έρχονται οι συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν του κεντρικού ήρωα και στη γνωριμία του με τον έρωτα της ζωής του, τη Σίνθια. Για κάποιο λόγο κρίθηκε σκόπιμο τον νεαρό Όττο να τον υποδυθεί ο Τρούμαν Χανκς (ο μικρότερος γιος του Τομ), εκ του αποτελέσματος, όμως, δικαίωση δεν προκύπτει, μιας και δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως οι δύο Όττο είναι το ίδιο πρόσωπο. Η αθώα αφέλεια του παρελθόντος έχει εξελιχθεί (λόγω πένθους;) σε αλαζονεία, ο δε παθιασμένος έρωτας του ζεύγους μόνο σε ό,τι αφορά τον κεντρικό ήρωα εισπράττεται. Ο ρομαντισμός τους μοιάζει τόσο άψυχος, στον βαθμό που ο γερασμένος Όττο σε πείθει πως παίζει να είναι ο… πιο κακιασμένος άνθρωπος του κόσμου. Σε μια προσπάθεια να φτιαχτεί κλίμα τρυφερότητας, σε κάποια στιγμή ακούγεται το «This Woman’s Work» της Κέιτ Μπους, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχε χρησιμοποιηθεί στο «Εγώ, Εσύ κι Αυτό» (1988) του Τζον Χιούζ! Εκείνο, όμως, ήταν νεανική «αμερικανιά», όχι σοβαρό σινεμά με επίκαιρα νοήματα.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ενήλικος κινηματογράφος σαββατιάτικης εξόδου και χαμηλών (δυστυχώς) απαιτήσεων. Σε περίπτωση που είτε δεν έχετε υπόψη σας το πρωτότυπο, είτε σας φανεί επιτυχημένη η παρουσία του Τομ Χανκς (όλο το φιλμ είναι στημένο πάνω του), τότε το δίωρο θα περάσει σχετικά εύκολα, όσο κι αν η σεναριακή ηθικοπλαστικότητα βγάζει μάτι. Αν έχετε δυσανεξία στα υπερβολικά μελιστάλαχτα θεάματα, τότε ο «Όττο» δεν θα σας πει και πολλά.


MORE REVIEWS

ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Ο Καλέμπ, νεαρός κάτοικος του ελαφρώς γκετοποιημένου κτηριακού συγκροτήματος Les Arenes de Picasso, λίγο έξω από το Παρίσι, με αδυναμία στο να συλλέγει εξωτικά έντομα, φέρνει στο διαμέρισμά του μια σπάνια αράχνη άκρως επικίνδυνη και δηλητηριώδη, η οποία αναπαράγεται με απίστευτη ευκολία και ταχύτητα. Επίσης, τα τέκνα της… μεγαλώνουν αφύσικα!

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.