FreeCinema

Follow us

ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ (2021)

(ŻEBY NIE BYŁO ŚLADÓW)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιαν Π. Ματουζίνσκι
  • ΚΑΣΤ: Τόμας Ζιέτεκ, Σάντρα Κορζένιακ, Γιάτσεκ Μπράτσιακ, Ρόμπερτ Βιεκίεβιτς, Σεμπάστιαν Πάβλακ, Ανιέσκα Γκροτσόφσκα, Ματέους Γκόρσκι
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 160'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO

Πολωνία, 1983. Η δολοφονία του νεαρού Γκρζέγκορζ Πρζέμικ από την πολιτοφυλακή του στρατηγού Γιαρουζέλσκι και η προσπάθεια συγκάλυψής της από το καθεστώς. Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα.

Το έχει ξεκαθαρίσει ο Φραντς Κάφκα εδώ κι έναν αιώνα, μέσα από τις σελίδες της «Δίκης». Ήταν, όμως, θαρρώ γνωστό από πάντα. Η εξουσία κατέχει μια δύναμη ανώτερη από εκείνη του πολίτη, με αποτέλεσμα κάθε αντίσταση στις επιταγές της να μοιάζει μάταιη. Σε στρατιωτικού τύπου καθεστώτα, η συνθήκη αυτή φαντάζει αδιαπραγμάτευτη, αφού οι Αρχές δεν έχουν κανένα πρόβλημα να διαστρεβλώσουν ό,τι γουστάρουν. Κι αν τολμήσεις να ισχυριστείς το αντίθετο, τότε… μαύρο φίδι που σ’ έφαγε. Καλώς ήλθατε στην Πολώνια του στρατηγού Γιαρουζέλσκι, λοιπόν, όπου το άγριο αστυνομικό ξύλο αποτελούσε την καθημερινότητα. Αρκεί να μην άφηνε σημάδια. Διότι εάν κάτι είναι «αόρατο», τότε μπορούμε να το παρουσιάσουμε όπως θέλουμε. Αλλά και ορατό να είναι, πάλι ό,τι θέλουμε λέμε, μιας και κατά βάθος άπαντες γνωρίζουμε καλά πως η αντίσταση είναι μάταιη. Κάπως έτσι δεν πάει;

Ο ξυλοδαρμός μέχρι θανάτου εντός αστυνομικού Τμήματος του δεκαεννιάχρονου Γκρζέγκορζ Πρζέμικ, αν και ως συμβάν δεν ήταν κάτι το σπάνιο για τις συνθήκες της Πολωνίας της περιόδου εκείνης, ξέφυγε από τα στενά σύνορα της χώρας, προκαλώντας σοβαρούς τριγμούς στην Κυβέρνησή της. Ο σκηνοθέτης Γιαν Π. Ματουζίνσκι, στη μόλις δεύτερη ταινία της καριέρας του, καταθέτει σημαντικότατη αφηγηματική ικανότητα, που σε συνδυασμό με το ντοκιμαντερίστικο παρελθόν του δίνει στα «Ίχνη της Βίας» έναν αέρα αποκαλυπτικού πολιτικού reportage. Παρασύρεται, όμως, από τη σφοδρή του επιθυμία για απονομή αληθινής δικαιοσύνης, πέφτοντας από ένα σημείο και μετά στην παγίδα των σχολαστικών λεπτομερειών της υπόθεσης, με αποτέλεσμα η διάρκεια του φιλμ να μακραίνει επικίνδυνα. Η ιστορία εγκλήματος που πραγματεύεται, με το φόντο της συγκεκριμένης εποχής, τους δεκάδες χαρακτήρες και τα αντίστοιχα παράθυρα υποπλοκών που καθένας εξ αυτών ανοίγει, θα μπορούσε να δραματοποιηθεί πέρα από την κινηματογραφική παραγωγή, ακόμη και υπό μορφή mini TV series (σαν το «Chernobyl», ας πούμε), με τον Ματουζίνσκι να δείχνει πως καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες ώστε να πατήσει σε… δύο βάρκες.

Το πρώτο μισό είναι θαυμάσιο (μιλάμε ήδη για μία περίπου κανονική σε διάρκεια ταινία, έτσι;). Οι κολλητοί φίλοι Γκρζέγκορζ και Γιούρεκ κάνουν τη βόλτα τους στο κέντρο της Βαρσοβίας επ’ ευκαιρία της απόκτησης του σχολικού τους απολυτηρίου, όταν πέφτουν σε αστυνομικό έλεγχο ρουτίνας. Ο δεύτερος εξ αυτών, όντας γιος γνωστής ποιήτριας και μέλους του κινήματος της Αλληλεγγύης, αρνείται να δώσει τα στοιχεία του, με τους πολιτοφύλακες να τους παίρνουν σούμπιτους στα Τμήμα για τα περαιτέρω. Το ξύλο πέφτει αλύπητο, με τον Γκρζέγκορζ να καταλήγει δύο μέρες αργότερα. Ο Γιούρεκ, ως μοναδικος μάρτυρας του περιστατικού, αποφασίζει να καταθέσει αυτά που είδε, θέτοντας αυτομάτως σε κίνηση τους κρατικούς μηχανισμούς συγκάλυψης. Δημοσιεύματα που τους παρουσιάζουν σαν ομοφυλόφιλους και πρεζάκια σκάνε από το πουθενά, βρωμιές από το παρελθόν των οικογενειών τους βγαίνουν «συμπτωματικά» στην επιφάνεια, «καλοπροαίρετοι» συμβουλάτορες αναλαμβάνουν να καταθέσουν τη σοφή τους άποψη για να τους γλυτώσουν, ενώ την ίδια ώρα κύριο μέλημα της Κυβέρνησης είναι να φορτωθεί ο φόνος στους… δύο τραυματιοφορείς (σε μια απίθανη έμπνευση, που αν το συμβάν δεν ήταν τόσο σοβαρό, θα έστεκε ως πρώτης τάξεως φάρσα). Όλα αυτά αποδίδονται μ’ ένα σχεδόν κατασκοπευτικό, α λα Τζον λε Καρέ ύφος, όπου διάφοροι γηραιοί κοστουμάτοι και πάσης φύσεως βαθμοφόροι απεργάζονται τα σχέδιά τους πίσω από κλειστές πόρτες γραφείων, καπνίζοντας αρειμανίως. Ο επίμονος Γιούρεκ από μάρτυρας μετατρέπεται σε θύμα, δίχως όμως να δείχνει διάθεση να λυγίσει από το βάρος του κρατικού κυνηγιού.

Αυτός που ατυχώς λυγίζει είναι ο ρυθμός του φιλμ, αφού από το μέσον περίπου και μετά ο Ματουζίνσκι ανακυκλώνει πάνω-κάτω τις ίδιες ιδέες, έχοντας ως μόνιμη επωδό την απεικόνιση της πλήρους κρατικής σήψης. Όλοι οι αξιωματούχοι είναι αγέλαστοι και ανήθικοι απάνθρωποι (με εξαίρεση την άκρως γραφική φιγούρα της Εισαγγελέως, η οποία «φυτεύεται» στην υπόθεση), που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να γίνει η δουλειά, ανεξαρτήτως των ζωών που θα καταστρέψουν. Το αποτέλεσμα της παρέλασης των δεκάδων κατακαθιών του συστήματος είναι να υποβαθμίζεται η παρουσία του θαρραλέου Γιούρεκ ως φάρου ηθικής, καθώς συχνά πυκνά μοιάζει να μένει στο περιθώριο των εξελίξεων. Η σχέση που (σε κάποια στιγμή αποκαλύπτεται πως) έχει με τη μάνα του φίλου του, ουδέποτε αναπτύσσεται ικανοποιητικά ως ιδέα (το ίδιο συμβαίνει και με την ξεκούδουνη εμφάνιση του ανταποκριτή του BBC στην αρχή του φιλμ), αν και έχει πολύ ζουμί, καθώς χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης από τον «εχθρό». Η περίπλοκη σχέση του με τον πρώην στρατιωτικό πατέρα του, ο οποίος κινείται στα όρια της πίστης στο σύστημα και της αφέλειας, στέκει σαφώς πιο ικανοποιητικά. Η φωτογραφία του Κάσπερ Φέρταζ φυλακίζει σε σχεδόν σέπια αποχρώσεις το αποπνικτικό κλίμα της εποχής, η δε δουλειά στην ανασύσταση της εποχής είναι υπέροχη και άκρως λεπτομερής.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Η υποβολή της Πολωνίας για το Όσκαρ ξενόγλωσσου φιλμ είναι ένα μείγμα πολιτικού, κατασκοπευτικού και δικαστικού δράματος, που πρωτίστως απευθύνεται σ’ αυτό που λέμε ενήλικο κοινό του σαββατόβραδου, αν και η διάρκεια του ίσως αποτελέσει τροχοπέδη για σημαντική μερίδα του. Διαθέτει εξαιρετική αφήγηση, στιγμές που σε βγάζουν από τα ρούχα σου από το μέγεθος της αδικίας, άλλες που φέρνουν κλαυσίγελο από το μέγεθος της κυνικότητας, αλλά και εξαντλητική ανάλυση των γεγονότων. Θυμίζει κάπως σε ύφος τα πολιτικά θρίλερ του αμερικανικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’70. Λαμβάνοντας υπόψη πως η άκρατη αστυνομική βία βρίσκεται σταθερά στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας και στη χώρα μας (δυστυχώς), το θέμα του φιλμ κρίνεται ως άκρως επίκαιρο. Και ικανό να δημιουργήσει πολυεπίπεδες συγκρίσεις.


MORE REVIEWS

ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Ο Καλέμπ, νεαρός κάτοικος του ελαφρώς γκετοποιημένου κτηριακού συγκροτήματος Les Arenes de Picasso, λίγο έξω από το Παρίσι, με αδυναμία στο να συλλέγει εξωτικά έντομα, φέρνει στο διαμέρισμά του μια σπάνια αράχνη άκρως επικίνδυνη και δηλητηριώδη, η οποία αναπαράγεται με απίστευτη ευκολία και ταχύτητα. Επίσης, τα τέκνα της… μεγαλώνουν αφύσικα!

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.