FreeCinema

Follow us

ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ (2015)

(EVERY THING WILL BE FINE)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βιμ Βέντερς
  • ΚΑΣΤ: Τζέιμς Φράνκο, Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Ρέιτσελ ΜακΆνταμς, Μαρί-Χοσέ Κροζέ, Πίτερ Στορμάρε
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Ο Τομά είναι ένας πετυχημένος συγγραφέας που έχει χάσει την έμπνευσή του. Έκανε απόπειρα αυτοκτονίας και έχει προβλήματα με την κοπέλα του, την οποία απομακρύνει. Του συμβαίνει ένα τραγικό δυστύχημα και με το αμάξι του χτυπάει δύο παιδάκια. Έκτοτε και στο πέρασμα δώδεκα χρόνων ο Τομά προσπαθεί να ξεπεράσει το συμβάν, ωστόσο τον βρίσκουμε να έχει γράψει άλλα δύο πολύ πετυχημένα βιβλία και στη ζωή του φαίνεται πως… όλα πήγαν καλά.

Παγκόσμια πρεμιέρα έκανε στην τελευταία Berlinale το φιλμ αυτό, σε μια χρονιά που η γερμανική διοργάνωση είχε ως τιμώμενο πρόσωπο τον Βιμ Βέντερς, έναν, ομολογουμένως, από τους σημαντικότερους και διασημότερους διεθνώς – αν όχι τον διασημότερο – εκπρόσωπο του γερμανικού σινεμά. Επτά χρόνια μετά την τελευταία ταινία μυθοπλασίας του (το έκτρωμα «Palermo Shooting»), ο Βέντερς επανέρχεται με ένα δράμα γραμμένο από τον Νορβηγό Μπγιόρν Όλαφ Γιοχάνεσεν. Για να ξεκινήσουμε από τον ήρωα, να πούμε ότι έχοντας εκτόπισμα και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Βέντερς εξασφαλίζει τον πιο busy και αρκετά hot ακόμη πρωταγωνιστή της Αμερικής, τον Τζέιμς Φράνκο, και του δίνει τον πιο passé ρόλο που μπορεί κανείς να φανταστεί. Ο Φράνκο δεν είναι ηθοποιάρα ούτως ή άλλως, και ο ρόλος ενός μπλοκαρισμένου συγγραφέα – πιθανόν στο πατρόν αυτού του Φίλιπ Ροθ, που πολύ θα ήθελε ο σεναριογράφος να έχει γράψει – δεν αποτελεί επουδενί επαναστατική καινοτομία. Σεναριακά, ο άνθρωπος αυτός είναι προβληματικός: τον βρίσκουμε σε απόγνωση, παθητικότητα και αμηχανία πριν του συμβεί το ατύχημα, το οποίο υποτίθεται ότι είναι το αφυπνιστικό γεγονός – τομή της ζωής του, για να περάσουν τα χρόνια και να τον βρούμε πιο πετυχημένο, εμπνευσμένο, αλλά ενοχλητικά απαράλλαχτο. Είναι ένας άνθρωπος παντελώς επίπεδος, που η ζωή τον βρίσκει… ομοίως εντελώς επίπεδο και δώδεκα χρόνια αργότερα.

Αυτό που φαίνεται σε τούτο το φιλμ, είναι ότι δεν αφορά καθόλου τους ανθρώπους και ως εκ τούτου είναι σφάλμα να αποκαλείται καν δράμα. Η ταινία καταγράφει μόνο γεγονότα, ναι, δραματικά γεγονότα, που οι άνθρωποι απλά κοιτούν σαν επισκέπτες ενός κάδρου. Και καταγράφει επίσης και πράγματα. Είναι μια ταινία που αφορά τα πράγματα. Και το πώς έχουν τα πράγματα. Και τι γίνεται με τα καινούργια δεδομένα των πραγμάτων. Και το πώς θα πάνε τα πράγματα. Εξ ου και ο τίτλος του, προφανώς. Ο Βέντερς δεν υπήρξε ποτέ ξεφτέρι στη χαρακτηρολογική χαρτογράφηση των ηρώων του και υπό αυτή την έννοια, είναι συνεπής στο τι τον ενδιαφέρει. Μιας και τον αγαπάμε παλαιόθεν, αυτό οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε. Τούτο το σενάριο (ή σενάριο… πραγμάτων, έστω), όμως, είναι γεμάτο αδυναμία και η πολύ ωραία μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά αποπειράται να χρωματίσει, συχνά πετυχημένα, τις εκφράσεις των προσώπων και να δώσει κάποια συναισθηματική ώθηση στο ασθενικό σύνολο.

Τούτη η σκιαγράφηση των προσώπων ήταν και ο λόγος, όπως μας είπε ο ίδιος στη Berlinale, που επέλεξε να γυρίσει την ταινία σε 3D. Το οποίο δεν κατανόησα ως επιλογή (και δεν πρόκειται να δει το ελληνικό κοινό, έτσι κι αλλιώς), γιατί δεν υπάρχει ούτε στιγμή που η κάμερα να τρυπώνει στο μέσα των ανθρώπων, ούτε του ήρωα και ακόμη περισσότερο των γυναικών. Οι γυναίκες, εξάλλου, δεν ενδιέφεραν ποτέ τον Βέντερς. Εδώ, η Ρέιτσελ ΜακΆνταμς – με μια περίεργη (κεμπεκουά;) προφορά – έχει μόνο μερικά απομακρυσμένα πλάνα στα οποία με δυσκολία διακρίνεις το πρόσωπό της, όντας μια γυναίκα που ζητάει περισσότερα αλλά παίρνει σαφώς λιγότερα από τον Τομά, ενώ η κατοπινή του σύζυγος περιγράφεται λες και είναι ένας ανώδυνος επισκέπτης. Η μόνη γυναίκα με την οποία υπάρχουν σπέρματα σύνδεσης (και είναι λογικό) είναι η Κέιτ (Σαρλότ Γκενσμπούργκ), η μητέρα του σκοτωμένου αγοριού και αυτή που επανέρχεται σα φάντασμα να ξυπνήσει τις τραχιές ενοχές. Ο συγχρωτισμός μαζί της μάταια αποπειράται να αποδώσει την ίαση μιας ενοχής που στέκεται μόνο στην επιδερμίδα.

Στο δεύτερο μισό είναι αυτή ακριβώς η σχέση με την Κέιτ που περιμένεις να αναπτυχθεί, με τον επιζώντα μοναχογιό της να έχει πια αναπτύξει μίσος για τον συγγραφέα – φονιά, αλλά οι διάλογοί τους είναι άψυχοι και σχεδόν ανούσιοι, τόσο που κλέβουν από την σοβαρότητα του ατυχήματος κάθε τραγική διάστασή του. Το μίσος του μικρού παιδιού και η στωικότητα της Γκενσμπούργκ κλιμακώνονται περιέργως στο δεύτερο μέρος, σα να πρόκειται για θρίλερ (μια αλλόκοτη σκηνοθετική επιλογή) και ο θεατής βάζει με το νου του την ανταπόδοση, την πληρωμή τού, έστω, κατά λάθος φονικού. Να πληρώσει ο δράστης. Αλλά από Ευρωπαίους πίσω από την κάμερα και το γράψιμο δεν περιμένεις ότι το θέμα θα μετατραπεί σε μια απλή ιστορία εκδίκησης και, φυσικά, σαν άλλοι απόγονοι της Πατρίσια Χάισμιθ, όλοι θα συνεχίσουν και όλα (τα πράγματα προσθέτω) θα πάνε καλά. Κανείς δεν θα ρωτήσει αν γίνεται τα πράγματα να πάνε καλά…

Το ερώτημα είναι και φιλοσοφικό και μας βρίσκει τελείως στον αντίποδα η απάντηση στο αιώνιο ερώτημα, αν υπάρχει «λογαριασμός» στο τέλος μιας αξιόποινης (νομικώς ή ηθικώς) πράξης. Ναι, όλοι πρέπει να πληρώνουν. Λυπάμαι, αλλά έτσι είναι κι ας λέει η Πατρίσια ό,τι θέλει. Ο Βέντερς και ο σεναριογράφος του, φυσικά, δεν έφτασαν ως εκεί και δεν είναι αυτό το θέμα τους. Το θέμα τους είναι το ότι όλα θα πάνε καλά. Τώρα, αν εμείς είμαστε καλά, είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο. Η ζωή, έτσι κι αλλιώς, γίνεται πόρνη στο βωμό της Τέχνης και μια αυτοβιογραφική τραγωδία – εν προκειμένω του Τομά – όσο δίνει έμπνευση κι επιτυχία, πάει καλά. Σαν καλός νταβατζής είσαι μια χαρά όσο το παραδάκι μπαίνει στην τσέπη (και η αναγνώριση, θα προσθέσω, στη ματαιόδοξη συνείδηση). Ποιος ξέρει, μπορεί κάπου εκεί να ξαπλώνει η ουσία κι εμείς να είμαστε αιθεροβάμονες και μπανάλ.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ένα καλά φωτογραφημένο, επιδερμικό φιλμ με χάρτινους ανθρώπους – ήρωες και ανυπόστατο συναίσθημα. Σε ξεγελά σε διάφορα σημεία και τσιμπάς, όμως η επίγευσή του είναι σα να μην έφαγες τίποτα περισσότερο από… αέρα κοπανιστό. Οι φίλοι του Βέντερς ας επιχειρήσουν να το δουν για εγκυκλοπαιδικούς λόγους (όπως έκανε και η γράφουσα). Όλοι οι υπόλοιποι καλύτερα να περιμένουν το επόμενο ντοκιμαντέρ του.


MORE REVIEWS

ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Ο Καλέμπ, νεαρός κάτοικος του ελαφρώς γκετοποιημένου κτηριακού συγκροτήματος Les Arenes de Picasso, λίγο έξω από το Παρίσι, με αδυναμία στο να συλλέγει εξωτικά έντομα, φέρνει στο διαμέρισμά του μια σπάνια αράχνη άκρως επικίνδυνη και δηλητηριώδη, η οποία αναπαράγεται με απίστευτη ευκολία και ταχύτητα. Επίσης, τα τέκνα της… μεγαλώνουν αφύσικα!

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.