ΜΑΤΖΟΥΡΑΝΑ (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Όλγα Μαλέα
- ΚΑΣΤ: Μαρία Ρισκάκη, Ναταλία Δραγούμη, Γιούλικα Σκαφιδά
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102ʼ
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Χαρισματική μαγείρισσα και καμάρι της απαιτητικής μαμάς της, η 11χρονη Άννα βρίσκεται μια ανάσα από το θρίαμβο σε σχετικό τηλεοπτικό διαγωνισμό όταν, ξαφνικά, αρχίζει να αντιδρά παράξενα και επικίνδυνα. Ουδείς γνωρίζει πώς να την αντιμετωπίσει και τι ακριβώς της φταίει, ενώ μοναδικός της σύμμαχος αναδεικνύεται η ψυχολόγος της εκπομπής, που επιμένει πως η Άννα προσπαθεί «κάτι να μας πει».
Η Μαλέα δεν είναι κακή σκηνοθέτις. Οι εικόνες της – θρίαμβος της καλλιτεχνικής διεύθυνσης – μπορεί να διακρίνονται από μια χαρακτηριστική ωραιοπάθεια διαφημιστικής καταγωγής (κάπως σαν εκείνες του Μάικλ Μπέι, άνευ… κλύσματος εκκωφαντικής δράσης και ακριβοθώρητων ειδικών εφέ), αλλά σε καμία περίπτωση δε χάνουν την κινηματογραφική τους ταυτότητα. Με άλλα λόγια, αν και ξέρει πώς να κάνει και – αξιοπρεπή – τηλεόραση («Ονειροπαγίδα», «Litsa.com»), όταν κάνει σινεμά, κάνει σινεμά, και όχι τηλεόραση υπερμεγέθους κάδρου, όπως άλλοι «συνάδελφοί» της («Ακάλυπτος», «Η Αγάπη Έρχεται στο Τέλος», τα πιο πρόσφατα κρούσματα).
Μέχρι τώρα, η Μαλέα έθετε τις εν λόγω, προσεγμένες στην όψη εικόνες της στην υπηρεσία περισσότερο ή λιγότερο εύστοχων κωμωδιών: τα «Ο Οργασμός της Αγελάδας» (που παραμένει η πιο φρέσκια, ειλικρινής και ανεπιτήδευτη ταινία της), «Η Διακριτική Γοητεία των Αρσενικών» και «Πρώτη Φορά Νονός» αποτελούν τις τρεις που στέκουν καλύτερα στη μνήμη. Αυτή τη φορά, αντίθετα, θέλησε να πειραματιστεί και να τιθασεύσει τα κάδρα της με βάση τους κώδικες ενός διαφορετικού, κάθε άλλο παρά αστείου, κινηματογραφικού είδους. Και ως ένα βαθμό τα καταφέρνει χωρίς να ξενίζει. Οπτικά το φιλμ φέρει αναμφίβολα την υπογραφή της, απλά το contrast, οι φωτοσκιάσεις και τα χρώματα είναι πιο έντονα, πιο κορεσμένα και πιο δραματικά – ό,τι πρέπει, δηλαδή, για να υπονοήσουν τα πάθη και το βάθος της ψυχολογίας των ηρωίδων της. Αυτό, όμως, μόνο μέχρι τα μισά περίπου της αφήγησης. Όσο δηλαδή η ιστορία της εστιάζει στη γνώριμα δυσλειτουργική και ανταγωνιστική σχέση μεταξύ μιας φαινομενικά τέλειας μάνας και μιας αντίστοιχα υποδειγματικής κόρης.
Από τη στιγμή, όμως, που η «Ματζουράνα» αποκαλύπτει όλο το εύρος της φιλοδοξίας της, δηλώνοντας πως δεν είναι απλά μια σπουδή της αστείρευτα ζουμερής σχέσης γονιού – παιδιού, αλλά επίσης άφοβος (sic) ιχνηλάτης αβάσταχτα τραγικών πτυχών της ζωής, η άψογη εμφάνισή της αδυνατεί να υποστηρίξει όλο το δραματικό βάρος της – βρώμικης, άσχημης και κάθε άλλο παρά τακτοποιημένης – θεματικής της, και το όλο εγχείρημα γίνεται κατά λάθος, παταγωδώς, αστείο. Τι εννοώ λέγοντας «αβάσταχτα τραγικών πτυχών της ζωής»; Αφενός, τη σεξουαλική κακοποίηση ενός παιδιού, που όμως εκδηλώνει τον πόνο του αδικαιολόγητα αιφνιδιαστικά – μπαμ και κάτω, από τη μια μέρα στην άλλη, (συχνά) εκνευριστικά στη διαπασών. Αφετέρου, τα βαρύγδουπα, αλλά εντέλει χωρίς ουσία ή σημασία διλήμματα μιας ψυχολόγου, που δυσκολεύεται να θέσει όρια ανάμεσα στα προσωπικά θέλω και τα επαγγελματικά πρέπει της, και ξεσπάει καπνίζοντας ή κλαίγοντας στα πόδια του ψυχολόγου / δασκάλου της. Και τέλος, την εξωφρενική, άκαρδη «τιμωρία» μιας – ατελούς σαν όλες τις άλλες – γυναίκας, που αφού επιβίωσε του καρκίνου, πρέπει να υποστεί σοβαρό ατύχημα και να αντιμετωπίσει την πιθανότητα αναπηρίας, για να συνειδητοποιήσει πως είναι «κακή μαμά»!
Θέλοντας να πει πολλά και σοβαρά, φλερτάροντας ταυτόχρονα και με τις νόρμες του ψυχολογικού θρίλερ, η «Ματζουράνα» χτίζει καταχρηστικά το σασπένς (με το μοντάζ να σκορπίζει εδώ και εκεί εμβόλιμες, υπαινικτικές εικόνες του τι μέλλει να πάθει η μαμά) και υποκύπτει σε τουλάχιστον τρία διαφορετικά φινάλε, προτού αποφασίσει να βάλει – επιτέλους – τελεία, με μια υποτίθεται ανοιχτή, αλλά στην πραγματικότητα (και σεναριακά και κινηματογραφικά) αμήχανη κατάληξη, όπου ουρανοκατέβατα, για πρώτη και τελευταία φορά, βρισκόμαστε σε μία… ταχείας κυκλοφορίας, αστική λεωφόρο. Έτσι, όσο και αν επιμένουν φιλότιμα οι ηθοποιοί της και παράφωνα οι εικόνες της, τελικά, δεν έχει «κάτι να μας πει».