FreeCinema

Follow us

ΜΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΖΩΗ (2011)

(UNE VIE MEILLEURE)

  • ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σεντρίκ Καν
  • ΚΑΣΤ: Γκιγιόμ Κανέ, Λεϊλά Μπεκτί, Σλιμάν Κεταμπί
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Με το εκκρεμές εγχείρημά του για ένα δικό τους εξοχικό εστιατόριο να τον έχει οδηγήσει στον πάτο, ένας Παριζιάνος μάγειρας καντίνας αναζητεί απεγνωσμένα διέξοδο, φορτωμένος ταυτόχρονα την ανατροφή του 9χρονου αγοριού της Λιβανέζας φιλενάδας του, σερβιτόρας φευγάτης για διπλάσιο μισθό (και ξαφνικά άφαντης) στον Καναδά. Υπάρχει φως;

Πότε Ντιβιβιέ, πότε Πιαλά, πότε «Κράμερ Εναντίον Κράμερ», πότε Οντιάρ. Η κυκλοθυμία που προκαλεί η μετατόπιση του αφηγηματικού κέντρου βάρους, είτε οφείλεται στην πάλη με την ελεύθερη διασκευή ενός μυθιστορήματος του Φιλίπ Ρουτιέ είτε στη ροπή προς τις καθαρτήριες εντασιακές ανατροπές που χαρακτηρίζουν τη – σχεδόν ολοκληρωτικά απρόβλητη εδώ – φιλμογραφία του Σεντρίκ Καν, είναι που ρίχνει (όχι χαρακτηριστικά, πάντως) έξω το πιο πρόσφατο feature του. Ένα προλεταριακό love s(t)or(r)y στοχοκαταδίωξης, που ξεπέφτει σε μία χιονοστιβάδα σφαλμάτων / «στραβών» / σχεδόν ήττας κόντρα στο τέρας της Κρίσης και στην κακούργα κοινωνία των συμφερόντων, για να ψαχτεί ως like father like son fresco σφυρηλάτησης δεσμών και να την «κάνει» ως ωδή (καθόλου τυχαία είναι σ’ αυτό το τρίτο μέρος που τα δρώμενα πρωτοσιγοντάρει η μουσική) επιθετικής απαντοχής και απόδρασης της πίστης προς το αύριο και, πάντα, την αγάπη.

Η εξιστόρηση του boy meets girl and her kid meets dream «πακέτου» σε κεφάλαια (χαρακτηριστικό το επί ώρα «σβήσιμό» τους σε fade-out) κρατάει τα πόδια της ιστορίας, αν και όχι πρωτότυπα, στο έδαφος. «Οικογενειακή» ευτυχία που κόβεται στα τρία, εύρεση του κτηρίου που θα στεγάσει το επαγγελματικό όνειρό τους, their life as a house, ξάνοιγμα προσδοκιών και δανειακών υποχρεώσεων, δικαίως πρώτο χαστούκι από τις αδειοδοτούσες αρχές και δεύτερο απ’ τις τράπεζες (αμφότερα μη δαιμονοποιημένα «σήματα», επαινετέα απόκλιση απ’ τη νόρμα). Ώσπου έρχονται τα χαστούκια του λυγισμένου εκείνου προς εκείνη, που γίνεται μπουχός με τον κανακάρη. Και το πρώτο χαστούκι στην αληθοφάνεια και στο θεατή, της μετά συγχωρήσεως επιστροφής της κοντά του ώστε να του εμπιστευτεί το μονάκριβό της, ακολουθώντας μια εργασιακή υποσχετική στο Μονρεάλ.

Υπερπηδάς αυτό το handicap; Είσαι πιθανώς έτοιμος και για το μικροεμπόδιο του χρονικού σχέσεων ανάδοχου πατέρα – γιου (που το «τραβάει» σε νατουραλιστικά ύφη ανεβαστικών σκηνών, όπως του ψαρέματος και του ροχαλητού του οικοδεσπότη), ενώ η βιοτική κατιούσα του ενηλικοανήλικου ντουέτου εισάγει πιο πειστικά τον παράγοντα «Νόμος» στην εξίσωση, διττά: το οργανωμένο έγκλημα μέσω βιτρίνας θα πάρει τον έλεγχο του ρεστό, σπιτώνοντάς τους με «σπλαχνικό» ενοίκιο σε τρώγλη προσφύγων, και ο πιτσιρίκος θα τον παραβεί για ένα ζευγάρι αθλητικά – και θα καταβάλουν, κυριολεκτικά, και οι δύο το τίμημα. «Ότι και να γίνει, εμείς δεν κλέβουμε», τον νουθετεί ο «papa», που σύντομα θα αναγκαστεί να φάει τα λόγια του.

Με μία καλοαμειβόμενη δουλειά ανύπαρκτη (σε μία ανώφελη συνέντευξη για chef σε bistrot έχει γνωρίσει τη λεγάμενη στην ουβερτούρα του φιλμ, που εν προόδω θέτει απ’ έξω απ’ έξω ωραία τη συντεταγμένη της ύφεσης), τη βοήθεια γνωστών σε μετρητά να αποτελεί μια σταγόνα στον ωκεανό των τόκων (αντηχεί η σεκάνς του ως «ζήτουλα» από μια Αφρικανή κουζινιέρισσα), τη μητέρα του πιτσιρίκου να μη δίνει σημεία ζωής (το αίνιγμα που ανοίγει δομικά όχι αδέκαστα την ύστερη εξιχνιαστική τροπή εκείθεν του Ατλαντικού) και τις Κοινωνικές Υπηρεσίες να του τρίβουν στα μούτρα το cul de sac του (η σκηνοθέτις Μπριζίτ Σι στο μεταίχμιο της καρικατούρας) ή να απειλούν να πάρουν την επιμέλεια του μπόμπιρα (μια καίρια αποκάλυψη για το οικογενειακό παρελθόν του άντρα φωτίζει το γιατί δε θα το επέτρεπε ποτέ), ο τσιταρισμένος σε σημείο απόγνωσης Γκιγιόμ Κανέ, το ρεαλιστικό αγκωνάρι της ταινίας, θα γίνει πρώτα Αγιάννης για φαγώσιμα ανταλλάξιμα με λίγα ευρώ από την πλέμπα των μεταναστών. Δεν αρκεί: θα πρέπει να αντιδράσει ως διεκδικητής του μέλλοντός του, πληρώνοντας τους μαφιόζους με το ίδιο νόμισμα και γυρεύοντας, πάντα πλάι στο παιδί, την τύχη της γυναίκας (και αυτής φυλακισμένης, αλλά αλλιώς) της ζωής τους. Μαζί – μόνο έτσι είναι εφικτό – και τη δική τους τύχη σε ένα Νέο Κόσμο εξαγνισμού. Κολλάς, αν θέλεις, από δίπλα, αλλά μόνο αν σε παίρνει να υποστείς και μία δόση déjà-vu ή μπαναλιτέ…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Επιχείρησες δικό σου επιτήδευμα και χρωστάς της Μιχαλούς; Θα το νιώσεις βαθιά. Βλέπεις σταθερά Νταρντέν, τσέκαρες και τα «Η Αδελφή μου» – «Σώμα με Σώμα»; Έχει κάτι απ’ την τρόικα (και τις κηδεμονεύσεις της, ωστόσο). Η γαλλική σού τη βαράει; Το παίζεις ζαμανφού και πας αλλού.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.