FreeCinema

Follow us

«And Just Like That…»: Πώς να καταστρέψεις έναν τηλεοπτικό μύθο!


Τουλάχιστον, είχαν την τιμιότητα να μην το αποκαλέσουν «Sex and the City» κι αυτό. Τα τρία πρώτα επεισόδια της «συνέχειας» μιας σειράς που δημιούργησε επανάσταση και άλλαξε το τηλεοπτικό τοπίο (και τα ήθη του…) το 1998, είναι μονάχα ένα δυσάρεστο «αστείο», το οποίο (θα) κάνει τους παλιούς fans της Κάρι, της Μιράντα και της Σάρλοτ να αισθανθούν… γερασμένοι. Τίποτε άλλο.

Δεν είχα… ζηλέψει ξανά τόσο πολύ τη γραφή σε τηλεοπτική σειρά! Δεν ανήκα στο προφανές «target group» των θεατών που θα μπορούσαν ν’ αγαπήσουν το «Sex and the City» στα τέλη της δεκαετίας του ’90, αλλά… μαλάκα μου, τι έβγαινε από το στόμα τους! Τι ατακάρες! Τι διάλογοι! Πόσος τσαμπουκάς ελευθεριότητας και αθυροστομίας! Πόσο ακομπλεξάριστα και άνετα εξελίσσονταν όλα, με τρόπο που (σχεδόν) ούτε στο σινεμά δεν πετύχαινες πια! Πολλοί θεωρούν πως, στις τελευταίες δεκαετίες, η μεγάλη κόντρα της αμερικανικής TV με τον κινηματογράφο ξεκίνησε με την εμφάνιση του «The Sopranos» (τον Ιανουάριο του 1999), κυρίως επειδή σ’ εκείνη τη σειρά διαγράφονταν οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ του σπιτικού format κάποιων μετριασμένων ιντσών και το μέγεθος της φιλμικής γλώσσας (και ψυχαγωγικής απόλαυσης). Για μένα, υποβιβάζουν τη σημασία του «Sex and the City», το οποίο άρχισε να μεταδίδεται στις ΗΠΑ τον Ιούνιο του 1998. Είναι αλήθεια πως το δεύτερο δεν είχε παρόμοιες φιλοδοξίες, αλλά «έσκασε» σαν βόμβα στα τηλεοπτικά πράγματα, ανανέωσε το hype του home entertainment και δημιούργησε τις βάσεις για το trend που γιγαντώθηκε μέχρι τις μέρες μας, απειλώντας ουσιαστικά την παντοδυναμία του σινεμά. Διόλου τυχαία, αμφότερες σειρές προήλθαν από το HBO, ένα pay TV network που δεν είχε λόγους να… λογοκρίνει το προϊόν του. Για να το παρακολουθήσεις, έπρεπε να (το) πληρώσεις. Και η ανταμοιβή ήταν πραγματικά μεγάλη. Ποιοτικά.

Το «Sex and the City» ήταν ένα απόλυτα τίμιο τηλεοπτικό πρόγραμμα. Σου πουλούσε ακριβώς αυτό που έλεγε ο τίτλος του. Τις σεξουαλικές και ρομαντικές περιπέτειες τεσσάρων γυναικών που είχαν ζωή στην πόλη, τη Νέα Υόρκη. Ήταν τόσο δελεαστικό το περιεχόμενο. Και σου το σέρβιραν σε ένα ημίωρο, μόλις! Επιπλέον, όμως, οι δημιουργοί της σειράς είχαν φροντίσει να πλάσουν στέρεους χαρακτήρες, με διαφορετικά χαρακτηριστικά και προσωπικότητες, που η φιλία ή οι κοινοί στόχοι τους έδεναν. Μιλώντας (πιο) συγκεκριμένα για τις βασικές ηρωίδες, πέραν της αναζήτησης της ηδονής, έπαιζε μεγάλο ρόλο και το ψάξιμο ενός μόνιμου συντρόφου, του άνδρα… της παντρειάς! Ήταν οι αγχωμένες σαραντάρες που μπορεί να γούσταραν την απόλαυση που έδινε ένα σωστό γαμήσι, αλλά ταυτόχρονα η λέξη «οικογένεια» έμοιαζε με ένα… εκκρεμές του τρόμου πάνω από τα κεφάλια τους! Ίσως όχι τόσο για τη… νυμφομανή Σαμάνθα (η απογείωση της καριέρας της Κιμ Κατράλ), το «κακό κορίτσι» της παρέας, το οποίο βίωνε με μεγάλη δυσκολία το ίδιο «όνειρο», καθώς σκεφτόταν να πηδήξει οτιδήποτε κυκλοφορούσε μπροστά της σε αρσενικό.

Πέραν των απίστευτα καλοσχεδιασμένων χαρακτήρων, η γραφή του «Sex and the City» διέθετε κάτι το συγκλονιστικό: τη σπιρτάδα της γλώσσας στους διαλόγους. Αυτές οι γυναίκες (και οι συνοδευτικοί τους χαρακτήρες) μιλούσαν αληθινά! Εντελώς χύμα. Χωρίς αιδώ. Δεν καταλάβαιναν τι θα πει σεμνοτυφία της τηλεόρασης. Μιλούσαν έτσι, απευθυνόμενες σε ένα σημερινό (για το τότε) κοινό, που μπορεί να τους έμοιαζε ή ήθελε να τους μοιάσει. Και σίγουρα ταυτίζονταν με το καταστασιακό της σειράς. Η Κάρι, η Σαμάνθα, η Σάρλοτ και η Μιράντα έγιναν πρότυπα ηρωίδων σε μία εποχή όπου (χωρίς να το καταλαβαίνουμε τόσο έντονα) ο κοινωνικός νεο-συντηρητισμός κάλπαζε προς της αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με αυτά που πρέσβευε το «Sex and the City». Η σειρά, δηλαδή, αποκτούσε και μια έννοια… αντίστασης στο πισωγύρισμα της κοινωνικής πραγματικότητας.

Ύστερα από δύο κινηματογραφικές «συνέχειες» (με τον ίδιο τίτλο), από το 2008 και το 2010, τα «κορίτσια» του «Sex and the City» επέστρεψαν στην τηλεοπτική τους βάση ως… μεγαλοκοπέλες. Η Σαμάνθα «μετακόμισε» Λονδίνο (σεναριακά) και τις αποχωρίστηκε (για πάντα, ελπίζω), ενώ η Κάρι, η Σάρλοτ και η Μιράντα έμειναν στη Νέα Υόρκη του COVID-19 (ή μάλλον σε ένα σύμπαν που μοιάζει να μας λέει ότι ο κορονοϊός νικήθηκε…) και της… σπιτικής «ζωής» με τους συζύγους τους. Με λίγα λόγια, ούτε σεξ, ούτε και πόλη! Τα χαρακτηριστικά του καταστασιακού και του background της original σειράς είναι απόντα από το «And Just Like That…»! Ακόμα χειρότερα, αυτές οι τρεις γυναίκες δεν έχουν απλά μεγαλώσει ή γεράσει. Είναι «άλλες»! Ο λόγος τους έχει χάσει το χιούμορ, τη ζωντάνια και την αλήθεια του. Τα πάντα έχουν αντικατασταθεί από τα forced στερεότυπα της εποχής, την κάθε «agenda» που καπελώνει τα πάντα γιατί αυτό είναι το «σωστό». Το politically correct «σωστό». Καλώς σας βρήκαμε… gender issues!

Ένας νέος «συνοδευτικός» χαρακτήρας που χτίζει βασική παρουσία σιγά-σιγά, εκείνος της Τσε (Σάρα Ραμίρεζ), είναι μία λεσβία που κάνει… podcasts και stand-up comedy. Πιο «Pleeeeeeeease!», πεθαίνεις! Η κόρη της Σάρλοτ (Κριστίν Ντέιβις) δεν αισθάνεται και τόσο κορίτσι, ενώ η Μιράντα (Σίνθια Νίξον) βλέπει ότι ο γάμος της μοιάζει χειρότερος κι από συγκατοίκηση, είναι (στα κρυφά) αλκοολική και αισθάνεται μια ακατανίκητη έλξη προς την Τσε. Μπορώ να προβλέψω με σιγουριά την τροπή που θα πάρουν τα πράγματα στο «And Just Like That…», με μοναδικό «σοκ» της σειράς τον («spoiler» alert!) ξαφνικό θάνατο του Μπιγκ (Κρις Νοθ), ο οποίος αφήνει χήρα την Κάρι (Σάρα Τζέσικα Πάρκερ), που στα επεισόδια δύο και τρία ασχολείται με την κηδεία και την διαθήκη του (συναρπαστική – #not – τηλεόραση…). Εδώ να προσθέσω ακόμη ένα ολέθριο χαρακτηριστικό τούτης της «συνέχειας» του «Sex and the City»: τα επεισόδια έχουν μεγαλύτερη διάρκεια. Είναι, πια, σαρανταπεντάλεπτα. Και το όλο πράγμα, δίχως το παραμικρό πνευματώδες στοιχείο σε γραφή διαλόγων, σέρνεται άσχημα και κυριολεκτικά (στο πρώτο επεισόδιο με πήρε ο ύπνος!).

Αφού παρακολούθησα και το τρίτο επεισόδιο, είμαι βέβαιος ότι… δεν πρόκειται να το ξανακάνω. Σαν προϊόν, το «And Just Like That…» είναι θλιβερά μέτρια τηλεόραση. Σαν συνέχεια του «Sex and the City» είναι κακή τηλεόραση. Και δεν αξίζει στο κοινό που το λάτρεψε στο παρελθόν, να βιώνει αυτή την κατάντια, κάθε εβδομάδα. Μερικοί από τους θεατές του 1998 έχουμε μεγαλώσει, μονάχα. Δεν έχουμε γεράσει σε τέτοιο βαθμό που να ντρεπόμαστε γι’ αυτό. Αντίο, «κορίτσια». Αν θελήσω να σας ξανασυναντήσω ποτέ, έχω όλες τις seasons του τότε σε DVD, στο ράφι με τις τηλεοπτικές σειρές…