THE BATTERY (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέρεμι Γκάρντνερ
- ΚΑΣΤ: Τζέρεμι Γκάρντνερ, Άνταμ Κρόνχαϊμ, Νιλς Μπολ, Αλάνα Ο'Μπράιεν, Λάρι Φέσεντεν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMBOY PICTURES
Επιζήσαντες επιδημίας ζόμπι προσπαθούν να επιβιώσουν στην ύπαιθρο με τσιγάρα, όπλα, ακουστικά στα αυτιά και μπόλικες μπαταρίες. Πόσο θα… αντέξουν ο ένας τον άλλο και οι δυο μαζί ζωντανοί;
Ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής του «The Battery», Τζέρεμι Γκάρντνερ, κάνει φιλότιμες προσπάθειες να αποστασιοποιηθεί από τις συμβάσεις των ταινιών τρόμου με ζόμπι. Στην ταινία του, οι ζωντανοί νεκροί παραμένουν περισσότερο ως γενική απειλή παρά ως ουσιαστική κινηματογραφική παρουσία. Για την ακρίβεια, εμφανίζονται ελάχιστα και ακόμα και η ίδια η λέξη «ζόμπι» ακούγεται μόνο όταν ο ένας από τους δύο πρωταγωνιστές αναγκάζει τον άλλον να την εκστομίσει με το ζόρι! Επίσης, η συντριπτική διάρκεια της ταινίας εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της ημέρας, αγνοώντας σχεδόν εξολοκλήρου τον κίνδυνο που προσφέρει το σκοτάδι. Σα να μην έφταναν τα παραπάνω, η ιστορία επικεντρώνεται απόλυτα πάνω στον Μπεν και το Μίκι, δύο πρώην αθλητές του baseball, που προσπαθούν να βρουν προορισμό σε μια μετα-αποκαλυπτική πραγματικότητα, όπου οι λίγοι επιζώντες κινούνται στο δρόμο οπλισμένοι και, ενδεχομένως, είναι πιο επικίνδυνοι και από τα ίδια τα ζόμπι, δίνοντας στο φιλμ το χαρακτήρα ενός ιδιότυπου buddy movie. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το «The Battery»… δεν είναι το «The Walking Dead».
Αντίθετα, την ταινία φαίνεται περισσότερο να την ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν ο Μπεν και ο Μίκι στη νέα πραγματικότητα και οι μεταξύ τους διαφορές, παρά οι ορδές των ζόμπι, που περισσότερο ακούγονται παρά εμφανίζονται στην ταινία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πιο ιδιαίτερη σκηνή του φιλμ διαδραματίζεται μέσα σε ένα αυτοκίνητο περικυκλωμένο από τα ζόμπι, όπου οι δύο χαρακτήρες λένε αστεία, χαζολογούν και περνούν τις μέρες τους χωρίς να τους απασχολεί ιδιαίτερα το τι πρόκειται να κάνουν για να δραπετεύσουν. Ακόμα και σημαντικές εξελίξεις της πλοκής παραμένουν επιδεικτικά εκτός κάδρου, καθώς η κάμερα προτιμά να παραμείνει προσκολλημένη πάνω στα πρόσωπα των χαρακτήρων παρά να ακολουθήσει τη δράση. Αυτή η προσέγγιση είναι τόσο οικονομική (το περιορισμένο budget φαίνεται αλλά δεν ενοχλεί) αλλά και ιδεολογική, καθώς δίνει την ευκαιρία στο φιλμ να παρουσιάσει μια εναλλακτική ιστορία ενηλικίωσης σε ένα αποκαλυπτικό περιβάλλον παρά ένα ακόμη παραδοσιακό, φτηνό φιλμ τρόμου.
Βέβαια, παρά τις ευχάριστες ιδιαιτερότητές της, η ταινία προδίδει την αμηχανία της όταν ουσιαστικά ολοκληρώνει την αφήγησή της, όχι μόνο χωρίς να δώσει τέλος στην ιστορία αλλά και αφήνοντας ανοιχτές τόσες εκκρεμότητες, σα να προετοιμάζει τη συνέχεια κανονικής σειράς και όχι απλού sequel. Είναι προφανές ότι τούτο το σενάριο αντιπροσωπεύει μόνο την αρχή της πορείας των χαρακτήρων, όμως αυτό δε δικαιολογεί τις ελλιπείς παράλληλες ιστορίες (όπως την ενδεχόμενη ύπαρξη κρυμμένης ανθρώπινης κοινότητας και του πραγματικού σκοπού της ή το σύντομο, εικονικό love story του Μίκι) ή τη γενική στασιμότητα της αρχής, όπου παρά τα ικανά πλάνα με έμφαση στο βάθος πεδίου, οι σκηνές εκφράζουν περισσότερο έναν αυτοσχεδιασμό παρά έναν σαφή στόχο. Η ελαφρύτητα της προσέγγισης παραμένει ευπρόσδεκτη, όμως, η έλλειψη προορισμού «σκοτώνει» την τελική δυναμική του φιλμ.