ΑΝΑΚΥΚΛΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΜΗΔΕΙΑ (2013)
(RECYCLING MEDEA: NOT AN OPERA BALLET FILM)
- ΕΙΔΟΣ: Πειραματικό Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αστέρης Κούτουλας
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 82ʼ
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR
Ένα αρχαίο δράμα ως σύγχρονη opera, μπαλέτο, πρόβες, παράσταση, φλου αρτιστίκ και ντοκιμαντέρ ενοχική «προβολή» του φόνου της νέας γενιάς απ’ την παλιά στην Ψωροκώσταινα του σήμερα. Διαχωρισμό υλικών την επόμενη φορά…
Behind the scenes απ’ την προετοιμασία και αποσπάσματα απ’ την παρουσίαση της Μήδειας στο Δημοτικό Θέατρο Ερμούπολης. «Οδηγίες» στο φακό του σκηνοθέτη και χορογράφου, Ρενάτο Τζανέλα. Βεριτέ πλάνα κουκουλοφόρων αντιεξουσιαστών εν μέσω δακρυγόνων και απέναντι σε ΜΑΤ. Ο μουσουργός της παρτιτούρας, Μίκης Θεοδωράκης, σε πρώτο πρόσωπο, περήφανος που τα τέρατα της εξουσίας μιας άλλης εποχής τον αποκαλούσαν «τρομοκράτη». Ίσως επειδή τα ελληνικά λόγια του λιμπρέτου δε γίνονται κατανοητά (γιατί οι μονωδοί, της Μουσικής Ακαδημίας της Αγίας Πετρούπολης, είναι ξένοι), σχεδόν αλμοδοβαρικής γραφιστικής (της περιόδου του «Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης», προσήκον, ε;) βινιέτες που κάνουν λιανά την υπόθεση: «ΕΚΔΙΚΗΣΗ! Για δολοφόνια (sic, «παίζουν» και παροράματα επί οθόνης) εν ψυχρώ ετοιμάζεται η Μήδεια».
ΟΚ, η ηρωίδα του Ευριπίδη εκδικείται το συμβίο της, Ιάσονα, την αντροχωρίστρα, Γλαύκη, και τον πατέρα της, Κρέοντα. Αλλά η χώρα, που, σύμφωνα με τη μεταφορά του αναγεννησιακού (παραγωγού δίσκων και συναυλιών, μεταφραστή, συγγραφέα, εκδότη, σκηνοθέτη και δραματουργού) ομογενή auteur αυτού του υβριδικού πολιτικοποιημένου αυτοκατηγορώ, σκοτώνει τα παιδιά της, εκδικείται ποιον; Όχι βέβαια τους κακούς δανειστές (η Γλαύκη;),τους κακούς κυβερνώντες της (ο Ιάσων;),τις τράπεζες (ο Κρέων;). Η ασυνάρτητα αυθαίρετη στους συλλογισμούς (και να σκεφτείς ότι ο Κούτουλας έχει σπουδάσει Φιλοσοφία), σφαλερή στους συμβολισμούς και αφελής σε… εκτέλεση μόχλευση του κλασικού Ελληνικού μύθου ως σχολίου για την τρέχουσα πραγματικότητα, είναι το πρώτο Κυλώνειο άγος εδώ.
Ακολουθεί η Αθωότητα. Σε μπανιέρα βιομηχανικού χώρου, με άλογα και κουτάβια σε ξέφωτο, σε λίμνη, διαρκώς σε ειδυλλιακά – μεταξύ music video και φωτογραφικών shoots -, που διαψεύδουν… τραγικά πρώτα τις προθέσεις του δημιουργού για ένα contrast «αίσθησης» και μετά το σημείωμά του για την «αθωότητα που είναι καταραμένη, εξοβελισμένη από την κοινωνία, στο έλεος της εξάντλησης, της απογοήτευσης, της έλλειψης στοργής». Εν προόδω, μάλιστα, η ξανθιά Λολίτα (η Αθωότητα, ντε) χαριεντίζεται (αθώα πάντα) σε ποτάδικο με barman (αθώο, επίσης),υπογράφοντας τουλάχιστον την υποσχετική της φωτογένειας της πρωτοεμφανιζόμενης Μπέλα Έλμαν.
Φράσεις απ’ «Το Ημερολόγιο της Άννα Φρανκ» (το πιο ενδιαφέρον στάσιμο εδώ, κυρίως χάρη στην αποκάλυψη της πηγής τους στο φινάλε) που βάζουν voiceover φωνούλα στα «Την είδα την ξανθούλα, την είδα ψες αργά» σκε(ρ)τσάκια και η συχνά γκραντιόζας συγκινησιακής δύναμης λυρική μουσική του «μεγάλου μας συνθέτη», πνευματικό τέκνο και συνεργάτης δεκαετιών του οποίου αποτελεί ο filmer, δεν αποσοβούν, δυστυχώς, την απόρριψη αυτού του εν πολλοίς σκουπιδιού τέχνης στον μπλε (όπως Ελλάδα) κάδο, εκεί που πρόσφατα τοποθετήθηκαν και άλλα προϊόντα υπέρ πατρίδος (όπως το «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι»). «Ανακυκλώνοντας τη Μήδεια», δεν είπαμε;