Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΜΟΝΗ (2015)
(L’ATTESA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πιέρο Μεσίνα
- ΚΑΣΤ: Ζιλιέτ Μπινός, Λου ντε Λαάζ, Τζόρτζιο Κολάντζελι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Εν αναμονή της «επιστροφής» του γιού της, μια μητέρα θα κληθεί να γνωρίσει από κοντά την κοπέλα του, μετά τον απρόσμενο ερχομό της στο σπίτι και λίγο πριν την έναρξη των εορτασμών για το Πάσχα των Καθολικών.
Ντεμπούτο στη μεγάλου μήκους για τον Ιταλό Πιέρο Μεσίνα, με ένα δράμα σαφώς επηρεασμένο σκηνοθετικά από τη «σχολή» του Πάολο Σορεντίνο, χωρίς όμως την υπαρξιακά επιτηδευμένη φλυαρία τού δεύτερου και με σεναριακή αφετηρία τις έννοιες της απουσίας και της πίστης, δύο ιδέες αμετάκλητα αλληλένδετες και αδιαχώριστες, γύρω από τις οποίες «χτίζεται» και όλη (ή μάλλον η όποια) δράση των δυο πρωταγωνιστριών.
«Η Μεγάλη Αναμονή» διαθέτει ένα σοβαρό σκηνογραφικό ατού: μια πελώρια, σιτσιλιάνικη βίλα, εκεί όπου παίζεται και το επίσημο δράμα, με τα γυρίσματα να πραγματοποιούνται on location και τη φωτογραφία του Φραντσέσκο Ντι Τζάκομο να κάνει «δουλίτσα», καταφανώς εκμεταλλευόμενη με τον καλύτερο τρόπο την ειδυλλιακή τοποθεσία και το βολικό μέγεθος του κτίσματος, για μια πρώτη «μεταφορική» ανάγνωση της τεράστιας εσωτερικής κενότητας της μάνας, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο σκοτεινό και άδειο εσωτερικό του σπιτιού. Τόσο η συμβολή του Μεσίνα, όσο και αυτή του Ντι Τζάκομο στην απόδοση της ατμόσφαιρας είναι φανταστική, με την επιβλητική σύνθεση των χρωματιστών τζαμιών στην τραπεζαρία, τα κεντραρισμένα «με χάρακα» καδραρίσματα και τον χαμηλό, «παλιομοδίτικο» φωτισμό, να συνθέτουν το σχεδόν αβάσταχτο, βουβό μοιρολόι της αναπόφευκτης μη έλευσης του γιού / εραστή.
Στον αντίποδα της οπτικής προσαρμογής του μητρικού θρήνου, το σενάριο των τεσσάρων (!) σεναριογράφων δεν κάνει καμία απολύτως χάρη στην αρχική ιδέα πίσω από την έμπνευση του έργου του Λουίτζι Πιραντέλο, «Η Ζωή που Σου Έχω Δώσει», πάνω στο οποίο βασίστηκε εν μέρει η ταινία, με αποτέλεσμα αυτό που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια δυνάμει εναλλακτική και άκρως ενδιαφέρουσα σπουδή πάνω στον γυναικείο ψυχισμό, να γειώνεται απότομα και άτσαλα, σε ένα συμβατικό σενάριο που δεν ξύνει καν την επιφάνεια της (σαρωτικής εδώ) απώλειας. Μπορεί οι υποκριτικές ικανότητες της όμορφης Λου ντε Λαάζ να μη φτάνουν επουδενί το επίπεδο των αντίστοιχων της πιστής θρηνούσας του σινεμά (ήδη από την εποχή της «Μπλε Ταινίας» του Κριστόφ Κισλόφσκι), Ζιλιέτ Μπινός, εντούτοις, οι ερμηνείες διατηρούν την απαραίτητη δραματική ισορροπία, αν και η νεοσυσταθείσα σχέση των δύο γυναικών δεν εξερευνάται ποτέ εις βάθος, με το σενάριο να αναλώνεται περισσότερο σε σχηματικές συζητήσεις περιορισμένου ενδιαφέροντος και ουσίας.
Το 2001 ο Αλεχάντρο Αμενάμπαρ υπέγραψε μια από τις καλύτερες ταινίες ψυχολογικού τρόμου του νεότερου σινεμά. «Οι Άλλοι» αποτέλεσαν ταινία σταθμό για την καριέρα της Νικόλ Κίντμαν, επαναπροσδιορίζοντας παράλληλα το horror ως κινηματογραφικό είδος, με έναν τρόπο που λίγες ταινίες έχουν καταφέρει να κάνουν τόσο επιτυχημένα: εικονοποιώντας την ψυχολογική υπόσταση της πρωταγωνίστριας, πρωτίστως για την εξυπηρέτηση της πλοκής. «Η Μεγάλη Αναμονή» μοιράζεται αρκετές ομοιότητες με την ταινία του Αμενάμπαρ, τόσο σε σκηνοθετικό όσο και σε σεναριακό επίπεδο. Από τη μια η Κίντμαν αναμένει στωικά την επιστροφή του στρατιώτη συζύγου, από την άλλη η Μπινός καρτερεί τον ερχομό του γιου της. Στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο «ιστορίες φαντασμάτων» που επιχειρούν να εξερευνήσουν με παρόμοιο τρόπο τις έννοιες της απώλειας, της μοναξιάς και της πίστης, παρά το γεγονός ότι στην περίπτωση του Ιταλού γίνεται εμφανές πως αυτό που ενδιαφέρει (κυρίως) είναι η σκηνοθετική καλαισθησία και όχι η πλοκή.
Δεν μπορούμε να προσάψουμε στον Πιέρο Μεσίνα ότι, τουλάχιστον, δεν προσπάθησε να δημιουργήσει ένα φιλμ για τον υποδόριο πόνο τού χαμού, παρ’ όλα αυτά, όσο προσεγμένη και φροντισμένη κι αν είναι η εικόνα, το γεγονός παραμένει πως η περιορισμένη ανάπτυξη των χαρακτήρων δεν βοηθά καθόλου στη νοηματική απεμπλοκή, προσδίδοντας στην ταινία τα χαρακτηριστικά μιας πολύ όμορφης «συσκευασίας», χωρίς επαρκώς δουλεμένο περιεχόμενο. Σε αυτό το πλαίσιο μοιάζει ανεπαρκής ακόμα και η παρουσία της Μπινός, η οποία, βέβαια, ερμηνευτικά παραμένει εξαιρετικά καλή, ιδιαίτερα σε ρόλους «τεθλιμμένους» (όπως εδώ) που κοινωνούνται μέσα από παρατεταμένες σιωπές και απελπισμένα βλέμματα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η παρουσία του Τζόρτζιο Κολάντζελι, ο ρόλος του οποίου ωθεί την πλοκή μεν, αργά δε, με αποτέλεσμα «Η Μεγάλη Αναμονή» να περνάει τελικά στο κινηματογραφικό μας μνημονικό, ως μια χαμένη ευκαιρία για ένα πραγματικά αξιομνημόνευτο ντεμπούτο.