J.A.C.E. (2011)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μενέλαος Καραμαγγιώλης
- ΚΑΣΤ: Άλμπαν Ουκάζ, Στεφανία Γουλιώτη, Αργύρης Ξάφης, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Κόρα Καρβούνη, Ακύλλας Καραζήσης
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 142’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AUDIO VISUAL
Ελληνάκι του Αργυρόκαστρου, γιόκας μακελεμένου από γκάνγκστερ, ανεπίγνωστα δότης νεφρού σε φυγόδικο γιατρό, βαλτός ζητιάνος στα φανάρια της Αθήνας, τσιρκολάνος φροντιστής νέων ελεφάντων με λαλά, σπιτωμένος πισωγλέντη σχεδιαστή, προστατευόμενος showman ψυχούλας τραβεστί, έρωτας γκόμενας με «αφέντη» και παιδί, θα βρεθεί εξιλαστήριο θύμα φόνου. Στόχος και θύμα ενός δικτύου παρανομίας, μια ζωή χωρίς φωνή, θα διασωθεί;
Εμπόριο λευκής σαρκός / ναρκωτικών / οργάνων, ξεπουλημένη αστυνομία και θεσμοί, (λαθρο)μεταναστευτική εμπειρία, κρίση ταυτότητας, το γενεαλογημένο καταπίστευμα της βίας. Μας τα’ παν κι άλλοι (ενίοτε ντόπιοι, ονόματα δε λέμε, υπολήψεις δε θίγουμε) γοητευτικότερα, ευρηματικότερα, ευκρινέστερα. Μπράβο, μεν, στο Μενέλαο Καραμαγγιώλη που 13 χρόνια μετά το – σκηνοθετικά δεξιοτεχνικότερο, πάντως, «Black Out» – δεν τιθασεύει το πάθος του, έχοντας, όμως, γίνει υποχείριο των… παθών του διαστέλλοντας άτσαλα και σε σημείο έκρηξης τα όρια του «κοινωνικού» crime μελό πορτρέτου ενηλικίωσης.
Το αποτέλεσμα: τα «Όλιβερ Τουίστ» του Ντίκενς (το ορφανό on / off στα νύχια σπείρας) και «Τσαϊνατάουν» του Χιούστον (το εξιχνιαστικό μυστήριο και το κλου ταμπού), το «Χωρίς Οικογένεια» του Μαλό (η περιπέτεια ζωής ενός ακηδεμόνευτου ανήλικου) και το «The Cement Garden» του Μπέρκιν (ο θάνατος τσακμάκι παρενδυσίας και ερωτοξυπνήματος τύπου «το σόι μου μέσα»), οι παλιοί Φατίχ Ακίν (η ξεπλυμένων αποχρώσεων, «πραγματική» υφή εικόνας και αστικών φόντων συν το «χάλασμα» στο περιθώριο των «Βαθιά Κοφτά Ανθρώπινα» και «Μαζί Ποτέ») και Αλμοδόβαρ (ο χιούμορ τρανσεξουαλισμός του «Ψηλά Τακούνια» και ο Α.Μ.Ε.Α. κερατάς του «Καυτή Σάρκα») να τραβιούνται μεταξύ τους – αλλά και στην αυτοχειρία από τη συχνά χωρίς ερείσματα φιλοδοξία μιας σύνθεσης σε μορφή τρόικας «ανδριάντας / τραγωδία / policier».
Ο… Κόκκινος Κύκλος μετράει στα θύματά του τον τηλε-ρεαλισμό νουάρ υποκόσμου Βαλκανίων, την (ελέω πολυετούς production;) εικαστικά μακριά από «τζαστ» απόδοση και «τρέξιμο» χωροχρόνων, την πιθανώς (ερωτο)χτυπημένη στο μοντάζ «εν τω άμα και το θάμα» «Είσαι Το Ταίρι Μου» κατάσταση του έτερου ημίσεος – μύστη, τους ενίοτε εξωφρενικά αστήρικτα φαταλιστικούς δεσμούς χαρακτήρων – σημάτων και ιστοριών bigger than life μυθοπλασίας, και τη σταχυολόγηση / διδασκαλία «καλών» αντί των κατάλληλων, για νιοστή φορά, ηθοποιών που «χτυπάει» – εις βάρος τους και εις βάρος της ταινίας, με εξαίρεση τον (δίκαια πλέον το it boy της εγχώριας σελιλόζης) Καλετσάνο, εν μέρει χάρη στην αβανταδόρικη περσόνα του.
Η προσπάθεια μετράει εφόσον «γράφουν» οι διάλογοι στα χιούμορ καλιαρντών επεισόδια (κυρίως), ο σιωπηρά υπεργλαφυρός Κοσσοβάρος Άλμπαν Ουκάζ είναι τεφαρίκι και η pulp κλιμάκωση opera seria (που αφηγηματικά στην κάθεται οιονεί εμπαθητικά) επιβιώνει. Εν τω μεταξύ, όμως, ο J.A.C.E. έχει κάνει τις σκηνές για το όλο «ποιος είμαι, πού πάω» και «το σήμερις διαφθείρεσαι ολούθε» πρόβλημά του. Μην πληρώσεις το κακό το ριζικό ή για το σήμερα την εγκληματικά ρομαντική άγνοιά του…