ΕΝΑΣ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΣ ΦΙΛΟΣ (2024)
(IMAGINARY)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζεφ Γουάντλοου
- ΚΑΣΤ: ΝτεΓουάντα Γουάιζ, Τάιγκεν Μπερνς, Πάιπερ Μπράουν, Μπέτι Μπάκλεϊ, Τομ Πέιν, Βερόνικα Φάλκον, Σάμιουελ Σάλαρι, Μάθιου Σάτο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Η Τζέσικα επιστρέφει στο πατρικό της σπίτι με έναν καινούργιο σύντροφο και δυο θετές κόρες. Η μικρότερη από αυτές αποκτά έναν «φανταστικό φίλο», ένα λούτρινο αρκουδάκι στο οποίο υπακούει, εκτελώντας μια σειρά από δοκιμασίες που της θέτει, σταδιακά όλο και πιο επικίνδυνες για όλους τους.
Τρεις σεναριογράφοι υπογράφουν την ιστορία του PG-13 (δυστυχώς…) horror «Ένας Φανταστικός Φίλος», όμως, το τελικό αποτέλεσμα σου δίνει την εντύπωση ότι δουλεύτηκε από… μια ντουζίνα που, επιπλέον, δεν τα «έβρισκε» μεταξύ της σε προσανατολισμό!
Η Τζέσικα βλέπει τρομακτικούς εφιάλτες με μια γιγάντια αράχνη που την καταδιώκει, έχει κάνει ψυχανάλυση ελπίζοντας να βρει τη γαλήνη, ο νέος σύντροφός της τη στηρίζει, αλλά οι κόρες του δεν την έχουν αποδεχτεί ακόμη ως «μητέρα». Σχεδιάζει παιδικά βιβλία με ήρωες… έντομα (και μια αράχνη, προφανώς) κι έχει έναν πατέρα σε ίδρυμα, με τον οποίο μάλλον δεν τα πήγαινε καλά στο παρελθόν. Αυτό το τελευταίο, όταν μετακομίζει στο πατρικό της, μετά τον θάνατο της μάνας της, παραείναι «θολό» στο μυαλό της και αφήνει ερωτηματικά, σχετικά με πιθανά ψυχολογικά «τραύματα» που κρύβει μέσα της από την περίοδο των πιο τρυφερών και αθώων χρόνων της ζωής της.
Ξεκινώντας από το εξωφρενικό miscast του (διαφυλετικού) ζευγαριού των πρωταγωνιστών, που ούτε «χημεία» έχει, αλλά ούτε και κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο στην υποκριτική, καθώς η αφήγηση ανοίγει όλο και περισσότερο τα χαρτιά της, άλλο τόσο αισθανόμαστε πως ο Τζεφ Γουάντλοου απομακρύνεται από ένα κάποιο κέντρο βάρους πλοκής και ενδιαφέροντος, για να εστιάσει (τελικά) στην ανήλικη Άλις, η οποία ανακαλύπτει έναν «κρυμμένο» λούτρινο αρκούδο στο υπόγειο του σπιτιού και αφοσιώνεται πιστά σ’ αυτόν, δίχως να επιτρέπει στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας να υποψιάζονται τον ερχομό μιας μεγάλης και τρομακτικής απειλής που ξεκινά από… την παιδική ηλικία της Τζέσικα (δίχως εκείνη να έχει την παραμικρή ανάμνηση).
Με ένα σενάριο που βυθίζεται διαρκώς στην ασάφεια και μια πληθώρα από clues τα οποία βρίσκονται σε ασυμφωνία… μπούσουλα μεταξύ τους, ο Γουάντλοου μπλέκει άπειρες ιδέες από μοτίβα του είδους, τις πετάει μέσα σ’ ένα «mixer», τις ανακατεύει σε βαθμό παραζάλης και κάποια στιγμή ανοίγει μια «πόρτα» φανταστικού που πηγαίνει το έργο ακόμη πιο «αλλού», με θεμέλια υποπλοκής βγαλμένα από το «Πνεύμα του Κακού» (1982), όμως, με μια αισθητική γραμμή που παραπέμπει στο σινεμά του Τιμ Μπέρτον (φάσης «Σκαθαροζούμη»)!
Ακούγεται δημιουργικά προκλητικό, όμως, το σενάριο παραμένει πάντοτε χαοτικό και ο συνδυασμός του (εντελώς) αναίμακτου θεάματος δεν προσφέρει την ευκαιρία να «γλεντήσεις» τα δρώμενα στο σωστό πλαίσιο μιας ταινίας τρόμου για ενήλικες. Βγήκα από την αίθουσα αισθανόμενος ότι παρακολούθησα σεμινάριο παιδοψυχολογίας!