DALILAND (2023)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μέρι Χάρον
- ΚΑΣΤ: Μπεν Κίνγκσλεϊ, Μπάρμπαρα Σούκοβα, Κρίστοφερ Μπρίνεϊ, Ρούπερτ Γκρέιβς, Αλεξάντερ Μπέγερ, Αντρέια Πέζεκ, Μαρκ ΜακΚένα, Σούκι Γουότερχαουζ, Έζρα Μίλερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Στα 1973, βοηθός Νεοϋορκέζου γκαλερίστα αναλαμβάνει να παραδώσει έναν φάκελο με χρήματα στην Γκάλα, τη σύντροφο και μούσα του Σαλβαδόρ Νταλί, και εισέρχεται στο εκκεντρικό και μποέμικο lifestyle του θρυλικού σουρεαλιστή ζωγράφου.
Αν και τον χαρακτήριζε το attitude της celebrity persona, στην πραγματικότητα ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για την προσωπικότητα του φαινομενικά εξωστρεφούς Σαλβαδόρ Νταλί. Και θα ήταν μάλλον αφελές να περιμένει κανείς να τον ψυχαναλύσει ουσιαστικά η Μέρι Χάρον στο «Daliland». Πιο γνωστή για την κινηματογραφική μεταφορά του «American Psycho» (2000), η Καναδή σκηνοθέτις έχει καταπιαστεί ξανά με βιογραφίες (από την Βάλερι Σολάνας και την Μπέτι Πέιτζ μέχρι τον Τσαρλς Μάνσον!), στις οποίες το κλίμα ήταν εκεί, ουχί όμως και μια δυναμική σαφήνειας στην προσέγγιση του έμψυχου αντικειμένου μελέτης της.
Το σενάριο του Τζον Γουόλς φέρει μεγαλύτερη ευθύνη για τις αδυναμίες του «Daliland», καθώς ξανοίγεται σ’ ένα δίπολο εστίασης, αρχικά στην coming of age φάση της ζωής του νεαρού Τζέιμς και κατόπιν στη σχέση του εκρηκτικού ζευγαριού των Σαλβαδόρ και Γκάλα. Ατυχώς, ο Τζέιμς είναι ένα φανταστικό πρόσωπο και ακριβώς αυτό «οικειοποιείται» κατά βάθος και η Χάρον. Μια «φαντασίωση» αυτής της «χώρας» του Νταλί, που στη συγκεκριμένη περίοδο έχει τη βάση της σε μια πανάκριβη σουίτα ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης, απ’ όπου παρελαύνουν διασημότητες (από την Αμάντα Λιρ μέχρι τον Άλις Κούπερ) ή ανώνυμα party animals που ζουν τη στιγμή. Λαμπερά, ηδονικά, εξωφρενικά και… επιφανειακά.
Η Χάρον στήνει ένα ευχάριστο στο βλέμμα σύμπαν ευφορίας, ενίοτε λες και η δράση έχει επιτύχει ένα είδος σουρεαλιστικού time travel μέχρι την πίστα του Studio 54 (βαρύτατη η ευθύνη επιλογής των… μεταγενέστερων ασμάτων που ακούγονται στην ταινία!), κάποια flashback δίνουν ωραίες (αλλά φευγαλέες) υφές του νεανικού χαρακτήρα του Νταλί, οι αναφορές σε πραγματικά γεγονότα (η επαφή του ζωγράφου με τον Γουόλτ Ντίσνεϊ για ένα από τα σκετσάκια της «Φαντασίας») προσθέτουν καλοδεχούμενα trivia, αλλά η παρουσία του Τζέιμς κατεβάζει τους τόνους του ενδιαφέροντος του έργου.
Επίσης, το «Daliland» απαιτούσε ακόμα περισσότερη υπερβολή, στη σκηνοθεσία και το στιλιζάρισμα. Καθώς έβλεπα το φιλμ, σκεφτόμουν πόσο πιο τολμηρή και ενδιαφέρουσα θα ήταν η ταινία υπό τη σκοπιά της Τζούλι Τέιμορ (για παράδειγμα και ουχί αποκλειστικά εξαιτίας της «Frida»), η οποία σίγουρα θα πρόσφερε (και) μια διαφορετική καλλιτεχνική βαρύτητα στη διαδικασία έμπνευσης και πρακτικής εξάσκησης του ζωγραφικού ταλέντου του Νταλί.
Στα θετικά, φυσικά, έχουμε δύο απολαυστικής χημείας ερμηνείες από τον Μπεν Κίνγκσλεϊ (Νταλί) και την Μπάρμπαρα Σούκοβα (Γκάλα), που κάνουν κέφι με τις μεταμορφώσεις τους (η δεύτερη είναι ξεκαρδιστική στη σεκάνς της μεταφοράς της νεκρής ηρωίδας που υποδύεται!) και κρατάνε ζωντανό τούτο το βιογραφικό εγχείρημα. Που δεν φωτίζει ιδιαίτερα τον εσωτερικό κόσμο του Νταλί, μα (έστω) ψυχαγωγεί.