ΧΙΟΝΑΤΗ (2012)
(BLANCANIEVES)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Εποχής
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάμπλο Μπερχέρ
- ΚΑΣΤ: Μαριμπέλ Βερντού, Ντανιέλ Χιμένεθ Κάτσο, Άνχελα Μολίνα, Μακαρένα Γκαρθία, Σοφία Όρια, Εμίλιο Γκαβίρια
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Προσγειωμένη στην πραγματικότητα, μια retro, ασπρόμαυρη και βωβή παραλλαγή του παραμυθιού της Χιονάτης.
Μια φορά στη Σεβίλλη του 1920, λοιπόν, ήταν μια Χιονάτη διαφορετική από τις άλλες – Ισπανίδα με τα όλα της, με μπαμπά περίφημο ταυρομάχο και μαμά αστέρι του flamenco. Ένα τραγικό ατύχημα του μεν προκαλεί επιπλοκές στην εγκυμοσύνη της δε, και η μικρή μένει ορφανή από μητέρα. Η χρυσοθήρας νοσοκόμα του μπαμπά γίνεται η καινούργια της μητριά και της κάνει τη ζωή πατίνι. Η πιτσιρίκα, όμως, δε μασάει. Χτίζει στα κλεφτά ανεκτίμητη σχέση με τον μπαμπά και μαθαίνει και τα μυστικά της τέχνης του. Μετά το θάνατό του, το σκάει από το «παλάτι» της μοχθηρής μητριάς, συναντά περιπλανώμενο κωμικό θίασο… έξι νάνων ταυρομάχων, γίνεται μέλος του και μαζί δίνουν παραστάσεις σε διάφορες αρένες. Εκεί η Χιονάτη αποκαλύπτει το (κληρονομικό) ταλέντο της και αναδεικνύεται σε περιζήτητη ταυρομάχο.
Τις λεπτομέρειες της αφήγησης, όπως και το τι συμβαίνει στο φινάλε αυτού του πειραγμένου κινηματογραφικού παραμυθιού είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να τα φανταστείς. Και αυτή η χαρακτηριστικά αναπάντεχη εξέλιξή του είναι η μια σημαντική αρετή του φιλμ. Η άλλη είναι η νοσταλγικά ρομαντική, ασπρόμαυρη και – πιστή στην παράδοση του βωβού σινεμά – άνευ διαλόγων, κινηματογράφησή του. Κινηματογράφηση κυριολεκτικά πανέμορφη, που ξεχειλίζει από παθιασμένο ισπανικό ταμπεραμέντο, τέλεια συνταιριασμένη με τις μουσικές και τα τραγούδια και μεθυστικά, μελωδικά μονταρισμένη – ιδιαίτερα στην ανθολογική σειρά σκηνών της επανασύνδεσης, γνωριμίας και ιδιότροπου χορού (εκείνη με τα πόδια της, εκείνος με τις ρόδες της αναπηρικής καρέκλας του) κόρης και πατέρα. Μέχρι εδώ, όμως. Δεν έχει άλλα συν…
Το φιλμ πειραματίζεται απρόβλεπτα με το παραμύθι της Χιονάτης, αλλά όχι ουσιαστικά ανατρεπτικά ή τολμηρά. Οι εικόνες του φέρουν ίχνη υποβλητικών γοτθικών σκιών και προοπτικής, αλλά αρνούνται να τις εξερευνήσουν περαιτέρω. Το χιούμορ του είναι παιδαριώδες (π.χ. η κακιά μητριά αρέσκεται σε γελοίες σαδομαζοχιστικές περιπτύξεις, ενώ οι νάνοι, αν και έξι, επιμένουν να μετρούν εαυτόν επτά) και μόνο μειδίαμα μπορεί να προκαλέσει. Πλην ίσως της Χιονάτης, σύσσωμοι οι χαρακτήρες του παραμένουν μέχρι τέλους γραφικοί και δη περισσότερο ή λιγότερο αψυχολόγητοι στις διαθέσεις, στις αντιδράσεις και στις επιλογές τους. Το φινάλε, τέλος, μπορεί να μην το περιμένεις, αλλά έρχεται σε τόσο μεγάλη αντίθεση με την αλαφράδα όσων έχουν προηγηθεί, που χάνει όλη τη μελαγχολική γοητεία του. Άσε που δε δικαιώνει τίποτα και κανέναν. Ούτε καν την – κρίμα και άδικο – καταραμένη Χιονάτη.
Με άλλα λόγια, θυμάσαι το περσινό, πολυβραβευμένο «The Artist»; Που ξέφευγε από το όποιο είδος του, και εκτός από ένα γράμμα αγάπης στην επώδυνη ενηλικίωση του σινεμά (που από την εφηβεία του βωβού πέρασε στην ωριμότητα του ομιλούντος), μπορούσε να διαβαστεί και ως εύστοχη αλληγορία για τους ταραγμένους καιρούς που ζούμε; Όπου όλα αλλάζουν, τα δεδομένα ανατρέπονται και το μόνο που μπορεί να μας λυτρώσει είναι η απροσδόκητη καλοσύνη ενός, έστω, συνανθρώπου μας; Ε, καμία σχέση!