ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ (2014)
(AVIS DE MISTRAL)
- ΕΙΔΟΣ: Οικογενειακή Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ροζ Μπος
- ΚΑΣΤ: Ζαν Ρενό, Άννα Γκαλιένα, Κλοέ Ζουανέ, Ουγκό Ντεσιού
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Τα τρία παιδιά ενός χωρισμένου ζευγαριού αναγκάζονται να περάσουν το καλοκαίρι με τον παππού και τη γιαγιά τους, που γνωρίζουν ελάχιστα. Από την πρώτη στιγμή θα αρχίσουν οι συγκρούσεις με τον ξεροκέφαλο παππού.
Αν ψάχνεις ένα εγχειρίδιο κινηματογραφικών κλισέ για ταινίες σχέσεων εφήβων με ενηλίκους, δε χρειάζεται να ψάξεις περισσότερο. Έχει κάνει όλη τη δουλειά για σένα η Ροζ Μπος, που έχει γεμίσει την ταινία της με στερεότυπα για τους εφήβους, τους ηλικιωμένους, την επαρχία, τους παλιούς ροκάδες και… ούτε το χαλαρωτικό τοπίο της Προβηγκίας μπορεί να τη σώσει.
Τα τρία παιδιά, η ατίθαση Λεά – wow, έχει piercing! -, ο ξαναμμένος Αντριάν και ο κωφάλαλος Τεό, που με τα puppy eyes που κάνει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας λειτουργεί ως μασκότ του καστ, πηγαίνουν θέλοντας και μη για διακοπές με τους παππούδες, έπειτα από το χωρισμό των γωνιών τους και το ταξίδι της μητέρας τους στο Μοντρεάλ, όπου αναζητεί δουλειά.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά. Η μητέρα των παιδιών δε μιλάει εδώ και χρόνια με τον πατέρα της και δε χρειάζεται να περάσει πολλή ώρα για να καταλάβει κανείς τους λόγους. Ο Πολ είναι γκρινιάρης, ξεροκέφαλος, δεν ανέχεται καμία αντίρρηση, κάνει το δικό του, ταλαιπωρεί την Ιρέν, γυναίκα του για δεκαετίες, και το τσούζει και αρκετά, με αποτέλεσμα να χάνει ακόμη περισσότερο τον έλεγχο. Όποτε βλέπει τα εγγόνια του να είναι κολλημένα στις οθόνες των υπολογιστών ή τα τηλέφωνα, τα «παίρνει» ακόμη περισσότερο. Ξεροκέφαλα και τα εγγόνια, με αποτέλεσμα, κάθε τρεις και λίγο, να υπάρχει ένταση στο σπίτι και η γιαγιά να προσπαθεί να επαναφέρει την ηρεμία.
Όπως περιμένει κανείς, ωστόσο, σιγά-σιγά, ο ένας θα μάθει τον άλλο καλύτερα, και σταδιακά οι σχέσεις θα βελτιωθούν. Μέχρι, όμως, να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, παρακολουθούμε μια παρέλαση αφόρητων κλισέ. Η έφηβη να ενθουσιάζεται με τον τοπικό γκόμενο που, όπως αποδεικνύεται, πουλάει και ναρκωτικά. Ο πιτσιρικάς που την πέφτει στις τουρίστριες αλλά παθαίνει πλάκα με τη ζουμερή παγωτατζού. Ο αλκοολικός παππούς που, μετά από δεκαετίες μπεκρουλιάσματος, αντιλαμβάνεται το λάθος του και ζητάει βοήθεια. Η καλόκαρδη γιαγιά – σανίδα σωτηρίας για όλους.
Όλα αυτά χωρίς εκπλήξεις, χωρίς πρωτοτυπία, χωρίς φαντασία. Όταν, μάλιστα, εμφανίζονται και οι πρώην σύντροφοι των παππούδων, μηχανόβιοι, ντυμένοι όπως «τότε», μιλώντας για «free love» και τραγουδώντας με κιθάρα τη συλλογή «Woodstock Forever» του Compact Disc Club, θα αναζητάς «εναλλακτικές» χρήσεις του μουσικού οργάνου…
Η κινηματογράφηση της Προβηγκίας είναι συμπαθητική και το περιβάλλον αρκετά ευχάριστο. Σε αντίθεση με τις υπερβολικές ερμηνείες των παιδιών, ο Ζαν Ρενό είναι αρκετά συγκρατημένος, ως ήρεμη δύναμη υποκριτικά, αλλά μπορεί και να βαριόταν με το πληκτικό σενάριο που είχε να δουλέψει.