FreeCinema

Follow us

NEBRASKA (2013)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κωμωδία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλεξάντερ Πέιν
  • ΚΑΣΤ: Μπρους Ντερν, Γουίλ Φόρτε, Τζουν Σκουίμπ, Μπομπ Όντενκερκ, Στέισι Κιτς
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 115'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Γερασμένος και ελαφρά σαλεμένος πατέρας θέλει να ταξιδέψει από τη Μοντάνα ως τη Νεμπράσκα για να εισπράξει «φανταστικό» κουπόνι αξίας ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Ο όχι και τόσο στενά συνδεδεμένος μαζί του υιός υποχρεώνεται να τον συντροφεύσει σε αυτό το άδοξο road trip, που θα πάρει και μια κάπως ανεξέλεγκτη στροφή προς τις ρίζες τής όλης οικογένειας.

Η νέα ταινία τού Αλεξάντερ Πέιν ξεκινά με έναν ηλικιωμένο άνδρα που περπατά πάνω σ’ έναν αυτοκινητόδρομο και δηλώνει στον αστυνομικό που τον σταματά ότι σκόπευε να πάει ως τη Νεμπράσκα με τα πόδια. Δε γνωρίζουμε κάτι πιο ουσιαστικό, η εικόνα είναι μαυρόασπρη, τα opening credits ξεκινούν. Μαύρο φόντο, λευκοί τίτλοι. Το όνομα του Πέιν μπορεί να υποψιάσει τους γνώστες της φιλμογραφίας του, πως πρόκειται να δουν ένα έργο σχεδόν «απλοϊκό», καλογραμμένο, με αληθινούς ανθρώπους για χαρακτήρες. Η μουσική τού Μαρκ Όρτον αναδίδει μια απίστευτη ζεστασιά, καθώς τα ονόματα των βασικών συντελεστών εμφανίζονται στην οθόνη. Όταν η εικόνα επέστρεψε και αντικατέστησε το μαύρο, για έναν εντελώς άγνωστο λόγο, μέσα μου, αισθανόμουν ότι η οθόνη θα πλημμύριζε από χρώμα. Για να ταιριάξει με τη σύνθεση, με το ηχόχρωμα που με έβαλε σε ένα αρκούντως γλυκερό mood. Φυσικά, το μόνο χρώμα που έβλεπα ήταν… το ίδιο μαυρόασπρο. Που μέσα σε ελάχιστα λεπτά αποκτούσε τη σημασία μιας ολόκληρης ζωής, από την οποία ο χρόνος «έκλεψε» την τετραχρωμία, τη χαρά, τη ζωντάνια. Ναι. Όπως κι αν αντιμετωπίζεις το γήρας, σίγουρα το «χρώμα» της ζωής σου ξεθωριάζει με τα χρόνια που περνούν. Είναι η πραγματικότητα. Ώσπου, κι από ό,τι απέμεινε σε χρώμα, να μείνει μονάχα το μαύρο. Σα σκοτάδι.

Ο Γούντι τού Μπρους Ντερν είναι ο γεροξεκούτης που μπορεί και να το ‘χει χάσει, ο ηλικιωμένος κύριος που μπουσουλάει σχεδόν, λίγο από το μεθύσι και λίγο από τη φθορά που νοιώθει στο κορμί του. Ο τύπος που βυθίζεται στην αδράνεια της τρίτης ηλικίας, που αισθάνεται την ασφάλεια της σιωπής όταν δεν ενοχλεί κανέναν γύρω του, γιατί έχει πλήρη επίγνωση της κατάληξης (σε ένα γηροκομείο) αν δεν κάτσει… στ’ αυγά του. Ξαφνικά, αυτό το περίφημο κουπόνι τον κάνει να… παίρνει τους δρόμους, με το θάρρος ενός Δον Κιχώτη που ψάχνει ξανά την ίδια τη ζωή, ακόμη κι αν τα χρήματα αυτά δεν υπάρχουν. Ή ακόμη και δίχως να γνωρίζει τι θα τα κάνει, σε περίπτωση που του τα δώσουν!

Το ταξίδι του Γούντι δεν έχει λογική. Με τα πόδια δεν περνάς από τη μια Πολιτεία στην άλλη! Απλά, ο άνθρωπος αποδρά με αυτή τη θέληση, της αναζήτησης, της φυγής από ένα παρατεταμένο αδιέξοδο που άλλοι, πιο σώφρονες, αποκαλούν ζωή και μπρος στο οποίο στέκονται καρτερικά, καθισμένοι σ’ έναν καναπέ, μπροστά από μια τηλεόραση σχεδόν πάντα, περιμένοντας να κλείσουν έτσι τα μάτια τους, όχι από κούραση, προφανώς… Ίσως ψάχνει να βρει αυτά τα χρώματα που λείπουν από την εξαιρετική, μελαγχολική φωτογραφία τού Φέντον Παπαμάικλ (είναι σχεδόν αστείο, αλλά το φιλμ γυρίστηκε… έγχρωμο, για να μην αντιμετωπίσει προβλήματα διανομής στη διεθνή αγορά, όμως, παντού υπερίσχυσε τούτη, η επίσημη και… αποχρωματισμένη version!). Ό,τι κι αν ψάχνει, δε βρίσκεται στην αιώνια γκρίνια της συζύγου που ποτέ δεν αγάπησε, ούτε στους δύο γιους που ήρθαν στον κόσμο επειδή εκείνου του άρεσε το σεξ (αλλά το θρήσκευμα της γυναίκας του δεν επέτρεπε άλλες «λύσεις»).

Τα λόγια τού σεναρίου του Μπομπ Νέλσον στάζουν κυνισμό και αλήθειες. Είναι ένα πικρόχολο «άντε και γαμήσου», το βγάλσιμο της γλώσσας στο δήθεν πεπρωμένο, την κατάρα του σογιού που σέρνεις μαζί σου μέχρι να πεθάνεις, μη σου πω και μετά το χώμα που σε θάβει (ειδικά αν επάνω από αυτό περάσει η Κέιτ, η σύντροφος του Γούντι, ένα κινητό «ληξιαρχείο» που πάντοτε συνοδεύει το κάθε όνομα στο οποίο αναφέρεται με ιστορίες ή κουτσομπολιά από το παρελθόν). Και μέσα από τα ευτράπελα των βλαχο-χαρακτήρων μιας βαθιάς και οπισθοδρομικής Midwest Αμερικής, το σενάριο βρίσκει επιπλέον γόνιμο έδαφος για να κρίνει τη μετάλλαξη του αμερικανικού ονείρου τής ευημερίας, με σκληρές εικόνες της επαρχιακής αγροτικής ερήμωσης, που δείχνουν λες και νοσταλγούν το άδικο, σπαταλημένο πέρασμα του χρόνου και γενεών ολόκληρων από παρόμοιες κωμοπόλεις, με τον τρόπο που και ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς έκλεινε το κεφάλαιο κάποιας άλλης εποχής στο αριστούργημά του, το «The Last Picture Show» (1971). Για τόσο βαρυσήμαντες συγκρίσεις μιλάμε. Και, σαφώς, για την – από κάθε άποψη – καλύτερη ταινία τού Αλεξάντερ Πέιν (sorry, «Election»).

Η «Nebraska» ανήκει σε εκείνες τις ταινίες που σε γραπώνουν με το συναίσθημά τους και κάνουν τη δική τους δουλειά στο εσωτερικό σου, ενώ εσύ χαίρεσαι σινεμά. Ήταν η δεύτερη φορά που το έπαθα σε τούτη την κινηματογραφική σεζόν. Με ασπρόμαυρο έργο, ξανά! Συμπτωματικά. Και πίστεψέ με, το να βγαίνεις από μια προβολή και να αισθάνεσαι πως θέλεις ν’ αγκαλιάσεις τους ανθρώπους γύρω σου, δεν είναι εμπειρία που μοιράζομαι συχνά με τις ταινίες τού σήμερα.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ώριμο σινεμά, με τη σημασία της λέξης σε σενάριο, χαρακτήρες και ψυχισμό. Με γενναίες πινελιές χιούμορ, σκέψεις που γυροφέρνουν τη στενοχώρια και μια συγκίνηση «υπόγεια» και τόσο δυνατή που θα σε πάρει και θα σε σηκώσει… ακόμη και αφού βγεις από την αίθουσα. Αμερικάνικο σινεμά. Διασκέδαση και ανθρωπιά. Τέλος. Αν σε τρομάζει το προχωρημένο τής ηλικίας των περισσότερων ηρώων ή η μαυρόασπρη φωτογραφία του φιλμ, σε μερικές δεκαετίες ίσως αλλάξεις γνώμη (αν και πάλι θα χρειάζεσαι μυαλό για κάτι τέτοιο). Απόλυτα δίκαιες οι 6 υποψηφιότητες για σοβαρότατες κατηγορίες στα Όσκαρ, ενισχύουν το δέλεαρ για mainstream θεατές που ίσως δυσπιστήσουν με το θέμα.


MORE REVIEWS

Ο ΚΑΣΚΑΝΤΕΡ

Κασκαντέρ που «εξαφανίστηκε» από τον χώρο μετά από ατύχημα σε γύρισμα, επιστρέφει στα κινηματογραφικά sets με την ελπίδα να ξανακερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του οπερατέρ, η οποία κάνει ποδαρικό ως σκηνοθέτις με sci-fi περιπέτεια στην Αυστραλία. Η παραγωγός του φιλμ, όμως, τον χρειάζεται για κάτι πιο σημαντικό: πρέπει να εντοπίσει τον πρωταγωνιστή που εκείνος αντικαθιστούσε πάντοτε και έχει χαθεί μυστηριωδώς.

ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Ο Καλέμπ, νεαρός κάτοικος του ελαφρώς γκετοποιημένου κτηριακού συγκροτήματος Les Arenes de Picasso, λίγο έξω από το Παρίσι, με αδυναμία στο να συλλέγει εξωτικά έντομα, φέρνει στο διαμέρισμά του μια σπάνια αράχνη άκρως επικίνδυνη και δηλητηριώδη, η οποία αναπαράγεται με απίστευτη ευκολία και ταχύτητα. Επίσης, τα τέκνα της… μεγαλώνουν αφύσικα!

ΓΚΑΡΦΙΛΝΤ: ΓΑΤΟΣ ΜΕ ΠΕΤΑΛΑ

Ο Γκάρφιλντ θυμάται τα παιδικά του χρόνια, όταν μια βροχερή νύχτα έχασε τον αλητόγατο μπαμπά του, Βικ, και η μυρωδιά μιας πιτσαρίας τον οδήγησε στην αγκαλιά του μοναχικού Τζον κι ενός παντοτινού σπιτικού, μέχρι να προστεθεί στην παρέα τους και ο αγαθός σκύλος Όντι. Η κανονικότητα των δύο τετράποδων θ’ ανατραπεί όταν πέσουν θύματα απαγωγής και αναγκαστούν να γίνουν πιόνια μιας παράτολμης ληστείας με… δεσμούς από το παρελθόν!

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;