THE HAPPYTIME MURDERS (2018)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπράιαν Χένσον
- ΚΑΣΤ: Μελίσα ΜακΚάρθι, Ελίζαμπεθ Μπανκς, Μάγια Ρούντολφ, Λέσλι Ντέιβιντ Μπέικερ, Τζόελ ΜακΧέιλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 91'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Στο Λος Άντζελες ενός μάλλον παράλληλου σύμπαντος άνθρωποι και μαριονέτες ζουν… όχι και τόσο αρμονικά μαζί. Όταν το καστ μιας παλιάς τηλεοπτικής σειράς αρχίζει να δολοφονείται σταδιακά, ένας πρώην αστυνομικός – μαριονέτα αναλαμβάνει να βρει τον ένοχο, με την απρόθυμη συντροφιά της πρώην συνεργάτιδάς του.
Θλίψη. Αυτό είναι ίσως το πρωταρχικό συναίσθημα που μένει μετά τη θέαση αυτής της αστυνομικής κωμωδίας που σαν ιδέα υπόσχεται πολλά, μα σε αφήνει τελικά με το αίσθημα της βαθιάς απογοήτευσης και, ναι, της θλίψης. Δημιουργός της ο Μπράιαν Χένσον, γιος του θρυλικού Τζιμ Χένσον, ο οποίος «γέννησε» τις πιο διάσημες μαριονέτες της τηλεοπτικής και κινηματογραφικής ιστορίας, από το «Sesame Street» και το «The Muppet Show» ώς τον «Λαβύρινθο» (1986). Αναλαμβάνοντας τα σκήπτρα μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του, ο υιός Χένσον συνέχισε να κρατά την κληρονομιά του Τζιμ ζωντανή για χρόνια, φτάνοντας πρόσφατα στην απόφαση να δημιουργήσει μια ταινία που χρησιμοποιεί παλαιότερες αλλά και ολοκαίνουργιες μαριονέτες, απαγορευτική ωστόσο για ανήλικους (!). Έτσι, αυτή η X-rated απόπειρα θυμίζει ένα κακό συνονθύλευμα ιδεών του «Ποιος Παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ;» (1988), του «Πάρτι με… Λουκάνικα» (2016) και του ενήλικου θεατρικού μιούζικαλ με μαριονέτες «Avenue Q», μόνο που – σε αντίθεση μ’ εκείνα – τούτο εδώ είναι απολύτως ανέμπνευστο και σχεδόν ολοσχερώς… μη αστείο.
Ο πρώην αστυνομικός και νυν ιδιωτικός ντετέκτιβ Φιλ Φίλιπς, ο οποίος τυγχάνει να είναι μαριονέτα, έχει τη μανιέρα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ (τι πρωτότυπο, για χιλιοστή φορά στην κινηματογραφική ιστορία…) και μετά την επίσκεψη μιας femme fatale στο γραφείο του αναλαμβάνει να εξιχνιάσει τα εγκλήματα εναντίον τού καστ (όλοι μαριονέτες, πλην της βασικής πρωταγωνίστριας) ενός sitcom της δεκαετίας του ’90, που συμπεριλαμβάνει τον αδελφό του και την (κανονική γυναίκα) πρώην του. Στην υπόθεση ανακατεύεται και η αστυνομικός – πρώην συνεργάτιδα (και πρώην κολλητή) του Φίλιπς, Κόνι Έντουαρντς, η οποία βρίσκεται στο πλευρό του με το ζόρι. Κι ενώ αυτή η σύνοψη αρχίζει να θυμίζει νοσταλγικά κι ευχάριστα το εξαιρετικό και πρωτοποριακό για την εποχή του «Ρότζερ Ράμπιτ», το πρώτο εικοσάλεπτο μας προσγειώνει απότομα σε ένα ξεδιάντροπα κακόγουστο, κακοπαιγμένο και σεναριακά αδιάφορο… «πράγμα», με άκρως ενήλικο χιούμορ που είναι συνάμα ανόητα παιδιάστικο και ακραίο (για χάρη του shock value και μόνο), κάνοντας το «Πάρτι με… Λουκάνικα» να μοιάζει με ταινία του Μιγιαζάκι μπροστά του! Όταν οι «ακατάλληλες» χιουμοριστικές (και καλά) ακρότητες ξεθυμαίνουν κάπως άκλαυτες μετά το πρώτο μέρος (μαζί και μια παντελώς αποτυχημένη παραβολική προσπάθεια, με τις μαριονέτες να συμβολίζουν τις καταπιεσμένες μειονότητες της Αμερικής…), τα γνώριμα σεναριακά κλισέ μιας παρωδίας ταινιών νουάρ παραμένουν, αν και ώς τότε έχεις ξεπεράσει το πρώτο σοκ, όχι τόσο των «risqué» αστείων, όσο του πόσο αποτυχημένη είναι ήδη αυτή η ταινία και απλά υπομένεις την υπόλοιπη μία ώρα και κάτι, καθώς οι Φίλιπς και Έντουαρντς προσπαθούν να βρουν τους εγκληματίες αλλά και να αναθερμάνουν τη φιλία τους.
Μετά συγχωρήσεως προς τις μαριονέτες, η ταινία καλυτερεύει αρκετά όταν ξεκινούν να έχουν λίγο παραπάνω κινηματογραφικό χρόνο οι δύο γυναίκες κωμικοί της ταινίας, η ΜακΚάρθι και η Ρούντολφ, που ξανασυνεργάζονται μετά την τεράστια επιτυχία των «Φιλενάδων» (2011). Η αρκετά υποτιμημένη (κινηματογραφικά, τουλάχιστον) Ρούντολφ έχει τον δευτεραγωνιστικό ρόλο της γραμματέως του Φίλιπς και στις σκηνές στις οποίες δίνεται η ευκαιρία στο κωμικό της ταλέντο να λάμψει, το εκμεταλλεύεται στο έπακρον, προσφέροντας σπάνιες στιγμές γέλιου στους πεισματάρηδες θεατές που θα παρακολουθήσουν τούτο το φιλμ μέχρι τέλους. Από την άλλη, η ΜακΚάρθι, άλλο ένα αληθινό κωμικό (και όχι μόνο) ταλέντο, στις πρώτες της σκηνές παίζει σαν να καταλαβαίνει ήδη το «Βατερλό» στο οποίο όχι μόνο πρωταγωνιστεί αλλά είναι και συμπαραγωγός, όμως «ζεσταίνεται» και βελτιώνεται όσο ο ρόλος της αποκτά σταδιακά ενδιαφέρον και η ταραγμένη της σχέση με τον Φίλιπς γίνεται το σεναριακό και συναισθηματικό επίκεντρο.
Το ευτύχημα για τη ΜακΚάρθι είναι ότι φέτος πρωταγωνίστησε και σε άλλη μία ταινία, τη δραματική κομεντί «Can You Ever Forgive me?», στην οποία είναι συνολικά υπέροχη και η οποία της έχει ήδη χαρίσει (επάξια) διθυράμβους και πολλαπλές υποψηφιότητες, όμως αυτό μάλλον δεν θα βοηθήσει και πολύ τους θεατές που θα επιχειρήσουν να παρακολουθήσουν το «The Happytime Murders» για να περάσουν μιάμιση ώρα ψυχαγωγίας, μόνο και μόνο για να φύγουν είτε θυμωμένοι για τα λεφτά που πέταξαν, είτε (όπως η υπογράφουσα) με μια αίσθηση «εξαπάτησης» αναλογική των αρχικών προσδοκιών και… την προαναφερθείσα θλίψη. Δεν ξέρω αν ο μακαρίτης ο Τζιμ Χένσον θα στριφογυρνά στον τάφο του με αυτή την άστοχη επιλογή του γιου του, πάντως ελπίζουμε τέτοιου είδους πειράματα να μην επαναληφθούν, αμαυρώνοντας την κληρονομιά του ονόματος Χένσον…